51 χρόνια μετά, μια ανάλυση για το τι ήταν και τι δεν ήταν το Πολυτεχνείο, μέσα από τα έργα δύο σπουδαίων ιστορικών της εποχής, του Σόλωνα Γρηγοριάδη και του Χρήστου Λάζου.
Με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου του 1973, η εκδοτική αγορά πλημμύρισε νέα βιβλία με αναλύσεις και μαρτυρίες, τα μέσα ενημέρωσης ετοίμασαν ειδικές εκδόσεις, τα κόμματα διοργάνωσαν εκδηλώσεις μνήμης ενώ στα ηλεκτρονικά media εμφανίστηκαν podcast, ένας νέος, ψηφιακός τρόπος χρονικής αφήγησης και δημοσιογραφικής παρουσίασης του σημαντικού αυτού γεγονότος.
Λίγα πράγματα όμως προστίθενται κάθε φορά στην ανάλυση για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, καθώς οι μεγάλες αφηγήσεις και τα σημαντικότερα κείμενα έχουν δει το φως της δημοσιότητας εδώ και πολλά χρόνια. Δύο από αυτές τις περιπτώσεις κειμένων -γραμμένα λίγα χρόνια μετά το ίδιο το γεγονός- θα εξετάσουμε στο παρόν σημείωμα, έτσι, για να θυμηθούμε πως αποτυπώθηκαν στα γραπτά δύο σημαντικών αναλυτών οι πυκνές ημέρες εκείνου του Νοέμβρη.
Ο Σόλων Γρηγοριάδης, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ιστορικούς του 20ου αιώνα αποτυπώνει την εξέγερση του Πολυτεχνείου στον 7ο τόμο του μνημειώδους έργου του «Ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος 1941-1974» (Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, 1975). Στο κεφάλαιο με τίτλο «Εδώ Πολυτεχνείο» θεωρεί ότι ο Νοέμβριος του 1973 υπήρξε ιστορικός μήνας για την Ελλάδα καθώς «τα γεγονότα που συμπυκνώθηκαν στη διάρκειά του ανέτρεψαν τις έως τότε εξελίξεις και επέδρασαν αποφασιστικά στους πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς». Σύμφωνα με τον Σ. Γρηγοριάδη τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου ήταν η άνοδος του οργανωμένου κινήματος αντίστασης στην δικτατορία και η «αναβίωση της δικτατορικής σκληρότητας» όπως αναφέρει.
Ξεκινάει την αφήγησή του από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 4 Νοεμβρίου 1973 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών όπου πραγματοποιήθηκε μνημόσυνο με αφορμή την συμπλήρωση πέντε χρόνων από την εκδημία του Γεωργίου Παπανδρέου, μνημόσυνο στο οποίο έδωσε το παρόν, ύστερα από ειδική άδεια των αρχών ο Ανδρέας Παναγούλης με τη σύντροφό του Οριάνα Φαλάτσι. Ακολούθησαν επεισόδια επί της Λεωφόρου Συγγρού ανάμεσα σε πολίτες που φώναζαν αντιδικτατορικά συνθήματα και αστυνομικών δυνάμεων οι οποίες ποδοπάτησαν τους διαδηλωτές, διαλύοντας την άτυπη συγκέντρωση και συλλαμβάνοντας 17 άτομα (στη δίκη τους στις 13 Νοεμβρίου αθωώθηκαν οι 12 και επιβλήθηκαν εφέσιμες, μικρές ποινές στους άλλους 5).
Αφού εξιστορήσει την πορεία προς την εξέγερση αλλά και την κορύφωση με την είσοδο των αρμάτων μάχης στο Πολυτεχνείο και την κήρυξη στρατιωτικού νόμου σε ολόκληρη την επικράτεια, ο Σ. Γρηγοριάδης αξιολογεί τις ερμηνείες που δόθηκαν από διάφορες πλευρές για το Πολυτεχνείο του 1973. Για να καταλήξει στην άποψη πως ούτε έργο των Αμερικανών ήταν το Πολυτεχνείο, ούτε έργο της ομάδας Ιωαννίδη για να δημιουργηθεί έκρυθμη κατάσταση που θα ευνοούσε την εξαπόλυση και επιβολή του πραξικοπήματός του. «Το Πολυτεχνείο υπήρξε εκδήλωσης αντιστασιακή. Και θα γινόταν οπωσδήποτε, υπό αυτήν ή υπό την άλλην μορφή» γράφει στην «Ιστορία…» του συμπληρώνοντας: «Είχε δημιουργηθεί ρωγμή στο καταπιεστικό περικάλυμμα της δικτατορίας. Από την ρωγμή θα εκτινασσόταν συρίζοντας ο πίδακας της αντιστάσεως η οποία κόχλαζε κάτω από το περικάλυμμα της βίας».
Απαντάει μάλιστα στους αναθεωρητικούς ιστορικούς της δεξιάς οι οποίοι πολλά χρόνια αργότερα θα ισχυριστούν ότι η εξέγερση προετοίμασε ή διευκόλυνε το πραξικόπημα Ιωαννίδη με το παρακάτω σχόλιό του: «Η δικτατορία του Ιωαννίδη ήταν προαποφασισμένη. Θα εξορμούσε ανεξαρτήτως αν θα ξεσπούσαν ή όχι εκείνα τα γεγονότα. Η ακούσια ενίσχυσις που προσέφερε το Πολυτεχνείο στη συνομωσία για την ανατροπή του Γ. Παπαδόπουλου δεν ήταν καθοριστική… Μακροπροθέσμως όμως, το Πολυτεχνείο δεν μπορεί παρά να οδηγούσε στην εξάρθρωσι του δικτατορικού κράτους».
Ο ιστορικός Χρήστος Λάζος 14 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου επιχειρεί κι αυτός να ερμηνεύσει τα γεγονότα στο έργο του «Ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821 – 1973: Κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες» (Εκδόσεις Γνώση, 1987). Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι το τελευταίο γεγονός στην πολύχρονη και πλούσια ιστορία φοιτητικών αγώνων που παρουσιάζει ο συγγραφέας και δικαίως του αφιερώνει αρκετές σελίδες. Σύμφωνα με τον Λάζο το Πολυτεχνείο «υπήρξε το αποκορύφωμα των φοιτητικών κινητοποιήσεων κατά της χούντας που στη διάρκειά του κατόρθωσε να αφυπνίσει μεγάλο μέρος της λαϊκής συνείδησης που είχε εφησυχάσει ή συμβιβαστεί με τη χούντα, να αποκαλύψει τόσο το περιεχόμενο της δικτατορίας όσο και τις εξωτερικές της συγκρούσεις και να προδιαγράψει την αρχή της πτώσης της, που έγινε με την κυπριακή τραγωδία».
Στην ανάλυσή του ο Λάζος σκιαγραφεί τη δυσχερή θέση στην οποία είχε βρεθεί το λαϊκό κίνημα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας: η κομμουνιστική αριστερά ήταν διαιρεμένη από το 1968, οι λιγοστές αντιδράσεις στο στράτευμα είχαν συνήθως φιλοβασιλικό κι όχι δημοκρατικό προσανατολισμό, το εργατικό κίνημα ήταν ακέφαλο και ασυντόνιστο. Έτσι, το φοιτητικό κίνημα «ανέλαβε να βγάλει το φίδι από την τρύπα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
«Αν και το Πολυτεχνείο δεν έριξε τη χούντα –άποψη που δεν ισχυρίστηκε κανένα μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής- δημιούργησε κι επιτάχυνε τις εξελίξεις για να σπάσει το καρκίνωμά της» γράφει ο Χρήστος Λάζος. Γι’ αυτόν, όπως και για εκατομμύρια Έλληνες από τότε μέχρι και σήμερα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου δεν είναι ένα εφιαλτικό παραμύθι ή ονειροφαντασίωση αλλά «μια υπέροχη εμπειρία και μια μοναδική θυσία στο βωμό της ελευθερίας».