Η αντίδραση της ρωσικής νεολαίας στο σοβιετικό καθεστώς δεν είναι κάτι που έχει αποκρυπτογραφηθεί πλήρως, καθώς ως και τη στιγμή της πτώσης, το 1991, ελάχιστα επίσημα μηνύματα είχαν σταλεί για τη δυσφορία που σιγόβραζε στη βάση.
Ένα ανέκδοτο από τη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1970 ήταν κάπως έτσι: Λέει ένας νέος σε έναν άλλο νέο: «Θέλω να πάω στο Παρίσι, ξανά». Ο άλλος έκπληκτος του αντιλέγει: «Τι; Έχεις ξαναπάει Παρίσι;». Κι ο πρώτος νέος απαντάει: «Όχι, αλλά ‘ήθελα να πάω στο Παρίσι και μια άλλη φορά).Το 2006, 15 χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Ρώσος ανθρωπολόγος Αλεξέι Γιούρσακ (Alexei Yurchak) κυκλοφόρησε το βιβλίο «Everything was Forever, Until it was No More: The Last Soviet Generation» το οποίο θεωρείται μέχρι και σήμερα, 15 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, η πρώτη σημαντική απόπειρα να σκιαγραφηθεί η σοβιετική νεολαία που έζησε την εκκωφαντική πτώση του σοβιετικού καθεστώτος. Το βιβλίο εξετάζει τα παράδοξα της ζωής στη Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο του ύστερου σοσιαλισμού (1960 – 1980) μέσα από τα μάτια της τελευταίας σοβιετικής γενιάς νέων.
Υπάρχει ένα παράδοξο υποστηρίζει ο Γιούρσακ: ενώ το καθεστώς φαινόταν μέχρι τις τελευταίες ημέρες του ανίκητο, κανένας στη Σοβιετική Ένωση δεν εξεπλάγην από την πτώση του. Τη στιγμή της κατάρρευσης, ξαφνικά, έγινε προφανές ότι η σοβιετική ζωή πάντα φαινόταν για τη νεολαία ταυτόχρονα αιώνια και στάσιμη, έντονη και υποτονική, αλλά γεμάτη υποσχέσεις. Αν κι αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνονται αντιφατικά μεταξύ τους, το παράδοξο είναι ότι συνυπήρχαν και μάλιστα για σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν την πτώση στη ζωή κάθε σοβιετικού νέου.
Σύμφωνα με τον Ρώσο ανθρωπολόγο το παράδοξο είναι αποτέλεσμα του σοβιετικού απολυταρχισμού έτσι όπως αυτός είχε διαμορφωθεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, όσο δηλαδή ζούσε ο Ιωσήφ Στάλιν. Τα πράγματα όμως άλλαξαν μετά τον θάνατό του. Η απουσία μιας ισχυρής αρχής, ενός προσώπου με εξωπραγματικές δυνατότητες, όπως ήταν ο Στάλιν, που να νομιμοποιεί την απολυταρχική δομή είχε σαν αποτέλεσμα οι επόμενοι ηγέτες της ΕΣΣΔ να δανείζονται, κατά κάποιο τρόπο απολυταρχισμό, από το παρελθόν.
Το προσωπικό στυλ εξουσίας με τον καιρό άρχισε να εξαφανίζεται, οι γενικοί γραμματείς του κόμματος και ηγέτες της χώρας γίνονταν όλο και λιγότερο προσωπικά υπεύθυνοι, ο πολιτικός λόγος τους όλο και πιο ξύλινος, γεμάτος παραπομπές στο παρελθόν, αυτοαναφορικός. Ο Γιούρσακ χρησιμοποιεί ένα είδος Οργουελικού νεολογισμού για να περιγράψει τη γλώσσα των τελευταίων δεκαετιών της σοβιετικής κυριαρχίας, έτσι όπως αυτή ηχούσε στα αυτιά των νέων της ΕΣΣΔ: ήταν μια γλώσσα (και μια κοινωνία) «hypernormalized» (υπερκανονικοποιημένη). Η χώρα ήταν στον αυτόματο πιλότο. Η νεολαία σιωπούσε.
Σύμφωνα με τον Γιούρσακ η σοβιετική νεολαία ζούσε για καιρό άφωνη μέσα σε μια δυαδική πραγματικότητα, σε ένα είδος πολιτισμικής διχοτόμησης: ενώ για πολλούς σοβιετικούς πολίτες, οι θεμελιώδεις αξίες, τα ιδανικά και η πραγματικότητα του σοσιαλισμού ήταν πραγματικά σημαντικά, το ίδιο το σοσιαλιστικό κράτος είχε πετύχει την απόλυτη καταστροφή τους! Ενώ δηλαδή η ρωσική νεολαία στήριζε το δημόσιο σύστημα υγείας, παιδείας και κοινωνικής πρόνοιας, την ίδια στιγμή η πλήρης αποσάθρωση των δομών οδηγούσε εκατομμύρια νέων, από τη Σοβιετική Ένωση στην αγκαλιά της Δύσης. Για αυτό η στιγμή της πτώσης δεν ήταν εκκωφαντική αλλά γαλήνια, για αυτό το πέρασμα από το χθες στο αύριο το 1991 έγινε χωρίς κανείς να συνειδητοποιήσει το σήμερα.
Και μιας και ξεκινήσαμε με ένα ανέκδοτο ας κλείσουμε ένα επίσης σοβιετικό αλλά από τη δεκαετία του 1930. «Πόσες φορές μπορείς να πεις ένα χυδαίο ανέκδοτο σε βάρος του Στάλιν; Μια φορά σε ένα συνάδελφό σου που νόμιζες φίλο. Δεύτερη φορά στο δικαστήριο όταν σε ρωτήσει ο δικαστής τι έκανες. Τρίτη φορά στον παπά που θα σε εξομολογήσει πριν τον τουφεκισμό».