Γεννήθηκε στη Λευκάδα από Ελληνίδα μητέρα και Ιρλανδό πατέρα. Έζησε μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, ώσπου βρέθηκε στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και έγινε ήρωας των γραμμάτων και της ιαπωνικής λογοτεχνίας.
Ο άνθρωπος τον οποίο η Ιαπωνία αναγνωρίζει και τιμά ως έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της, λέγεται Λευκάδιος Χερν και όπως δηλώνει το όνομά του, γεννήθηκε στη Λευκάδα. Πολίτης του κόσμου με την αυθεντική έννοια, έζησε μια ζωή συγκλονιστική και περιπετειώδη, σαν ταινία του Χόλυγουντ. Άλλωστε, οι συνθήκες ακόμα και πριν από τη γέννησή του προοιώνιζαν έναν τέτοιο βίο, πολύπλοκο και εντυπωσιακό, θα έλεγε κανείς πολυπολιτισμικό. Ταλαντευόταν ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς και σε όλη του του ζωή, αναζητούσε αυτό που δεν γνώρισε ποτέ ως παιδί, τη στοργή και την αγάπη, ενώ είχε την ικανότητα να προσαρμόζεται με αξιοθαύμαστο τρόπο σε ριζικές αλλαγές και να ξεπερνά τις αντιξοότητες. Μέσα σε μόλις 54 χρόνια, έζησε σε τρεις ηπείρους, μέχρι να καταλήξει στην Ιαπωνία, που αγάπησε με πάθος τόσο, που πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας, υιοθετήθηκε από την οικογένεια της γιαπωνέζας συζύγου του και πήρε το επίθετό της. Και εγένετο ο Γιάκουμο Κοϊζούμι, ο άνθρωπος που άφησε βαθιά χαραγμένο το όνομά του στη λογοτεχνική παράδοση της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Το 1848 ο Ιρλανδός πατέρας του, Τσαρλς Χερν, ο οποίος υπηρετούσε στην αγγλοκρατούμενη Λευκάδα, γνωρίζει την Ρόζα Κασιμάτη από τα Κύθηρα και ο έρωτας είναι κεραυνοβόλος. Το ζευγάρι κλέφτηκε και παντρεύτηκε, όταν η Ρόζα ήταν έγκυος στο παιδί που γεννήθηκε το 1850 στη Λευκάδα και βαφτίστηκε Λευκάδιος Πατρίκιος. Λόγω ενός πολύπλοκου παιχνιδιού της μοίρας, ο Λευκάδιος μεγάλωσε στην Ιρλανδία, στα χέρια της δεσποτικής, πλούσιας θείας του και δεν είδε ποτέ ξανά τους γονείς του. Ανατράφηκε σε αυστηρό περιβάλλον και μορφώθηκε σε κολέγια της Αγγλίας και της Γαλλίας. Μελετώντας εντατικά, απέκτησε κριτικό πνεύμα και ελληνική παιδεία. Στο μεταξύ, ένα ατύχημα και μια μόλυνση στο μάτι, του στοίχησαν την ήδη μειωμένη όρασή του, ταλαιπωρώντας τον μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1867, η θεία του χρεοκόπησε και ο Λευκάδιος σταμάτησε τις σπουδές και βρέθηκε πάμφτωχος στο Λονδίνο. Το 1869 ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την Αμερική και λίγα χρήματα για το ταξίδι, από κάποιον συγγενή του, τον οδήγησαν στη Νέα Υόρκη, και από εκεί στο Σινσινάτι, όπου ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.Για να επιβιώσει, έκανε δουλειές του ποδαριού, ενώ για να ζεσταθεί και να διαβάζει περνούσε τις ώρες του στις βιβλιοθήκες. Σε ένα γύρισμα της τύχης, γίνεται διορθωτής κειμένων, αν και ταλαιπωρείτο από την απώλεια όρασης. Όμως, το ταλέντο του στη συγγραφή αλλά και στη σκιτσογραφία, τον οδήγησαν σε άλλα μονοπάτια και άρχισε να αρθρογραφεί σε εφημερίδες, με μεγάλη επιτυχία. Το γεγονός ότι ήταν απαλλαγμένος από κοινωνικές προκαταλήψεις καιδιακρίσεις, τον οδήγησαν το 1875 να παντρευτεί μια έγχρωμη γυναίκα, σε μια εποχή που οι μικτοί γάμοι ήταν απαγορευμένοι.
Ο μικτός γάμος προκάλεσε σκάνδαλο και δεν κράτησε πολύ. Μετά το διαζύγιο, ο Λευκάδιος έφυγε για τη Νέα Ορλεάνη, όπου ανακάλυψε έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν της υπόλοιπης Αμερικής και τον ανέδειξε με τη γλαφυρή πένα του, ενώ παράλληλα επιδιδόταν στη συγγραφή βιβλίων. Όμως και πάλι, η τύχη τον οδήγησε στην Ιαπωνία, αρχικά ως απεσταλμένο περιοδικού και στη συνέχεια ως δάσκαλο της αγγλικής γλώσσας, στην πόλη Ματσούε. Εκεί, γνώρισε την πολύ νεότερή του, Σέτσου Κοϊζούμι, που καταγόταν από γενιά σαμουράι, παντρεύτηκαν και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Ο Λευκάδιος, γνωρίζει επιτέλους την ευτυχία.
Το 1896 άλλαξε το όνομά του, έγινε Ιάπωνας υπήκοος και υιοθετήθηκε από την οικογένεια της συζύγου του, από όπου πήρε το επίθετό του. Έγινε γνωστός με το όνομα Κοϊζούμι Γιακούμο και κέρδισε τον σεβασμό των Ιαπώνων με τη βαθιά γνώση που είχε αποκτήσει για τη χώρα τους. Όλες οι παραδόσεις και οι μύθοι της Ιαπωνίας, ζωντάνευαν με τη γλαφυρή του πένα και τα βιβλία του έγιναν πολύ δημοφιλή. Στο μεταξύ εγκαταστάθηκε στο Τόκυο, το οποίο απεχθανόταν, ωστόσο εκεί ξεκίνησε μια γόνιμη συγγραφική περίοδος. Παράλληλα, έγινε καθηγητής της αγγλικής φιλολογίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο. Όλα αυτά τα χρόνια, η διαρκώς επιδεινούμενη όρασή του, δεν τον εμπόδιζε να εργάζεται ακατάβλητα, χρησιμοποιώντας μεγεθυντικό φακό και τηλεσκόπιο. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904, σε ηλικία 54 ετών, και αφού έζησε μια ζωή γεμάτη συγκινήσεις, άφησε την τελευταία του πνοή. Αποτεφρώθηκε,και ο τάφος του στο Τόκυο, αποτελεί μνημείο πνευματικού προσκυνήματος, γιατί οι Ιάπωνες του αναγνωρίζουν ότι μέσα από τα έργα τουδιασώθηκε η προφορική παράδοση του τόπου τους.Τα βιβλία του είναι περιζήτητα στην Ιαπωνία και δέκα μουσεία σε όλη την Ιαπωνία είναι αφιερωμένα στο βίο και το έργο του! Το άγαλμά του, ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκυο και μνημεία σε διάφορα σημεία της χώρας, θυμίζουν το πέρασμά του και την πνευματική κληρονομιά που άφησε πίσω του.