Το 1954 και αμέσως μετά την κατάκτηση του Νόμπελ Λογοτεχνίας, δίνει μια μεγάλη συνέντευξη στο Paris Review, από όπου επιλέγουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα, με αφορμή και τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τον θάνατό του (1961).
Στις αρχές του ‘50 ο συγγραφέας που αγάπησε με πάθος τη θάλασσα γράφει στις Μπαχάμες την ιστορία του Σαντιάγκο «Τhe Οld Μan and the Sea» (μετάφραση στα ελληνικά «Ο γέρος και η Θάλασσα»), ενός κουβανού ψαρά που πασχίζει να πιάσει ένα γιγάντιο ξιφία. Το ξεκίνημα της ιστορίας βρίσκει τον ψαρά να βρίσκεται στην 84η μέρα που δεν έχει πιάσει ούτε ένα ψάρι. Την επομένη, όμως, διαισθάνεται ότι η τύχη του θα αλλάξει. Η κλασική νουβέλα, που εκδόθηκε το 1952, κορυφώνει το ενδιαφέρον γύρω από το έργο του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα (1899 – 1961), του αποφέρει ένα Πούλιτζερ και δύο χρόνια μετά και το Νόμπελ, για το σύνολο του έργου του. Με αφορμή αυτό, το λογοτεχνικό περιοδικό Paris Review του κάνει μια μεγάλη συνέντευξη. Στα λεγόμενα του, ξεχωρίζει το ατόφιο ύφος ενός ανθρώπου που ξέρει τι σημαίνει αγώνας για την επιβίωση αλλά και μια κυνικότητα που δεν είναι ενοχλητική.
Για τη διαδικασία της συγγραφής και το αν έχει μια καθημερινή τελετουργία…
«Όταν δουλεύω ένα βιβλίο γράφω καθημερινά από το χάραμα και αυτό γιατί εκείνες τις ώρες δεν υπάρχει κανείς να σε ενοχλήσει. Τόσο πρωί κάνει κρύο συνήθως ή έχει δροσιά και είναι καλά. Όσο περνάει η ώρα ζεσταίνει ο καιρός, όμως ‘’ζεσταίνομαι’’ και εγώ. Στην αρχή διαβάζω τι έχω γράψει τις προηγούμενες μέρες και μετά πρέπει να βρω τι θα γίνει μετά, πώς θα συνεχιστεί η πλοκή στο χαρτί. Το κάνω για ώρες και μετά σταματάω για να σκεφτώ. Το να ξεκινάς στις 6 το πρωί και να γράφεις μέχρι το μεσημέρι σου δίνει το αίσθημα της πληρότητας, αλλά και του αδειάσματος. Είναι μία διαδικασία βέβαια που απαιτεί αυστηρή πειθαρχία».
Για το κατά πόσο σβήνει, ξαναγράφει ή σκίζει μέχρι να προκύψει αυτό που θέλει... «Ξαναγράφω καθημερινά, επιμελούμαι, διορθώνω, επαναδιατυπώνω με κάθε ευκαιρία και όταν το βιβλίο τελειώσει έχω πάλι τη δυνατότητα για προσθήκες, αφαιρέσεις και λοιπά. Η τελευταία ευκαιρία είναι με τα δοκίμια και είμαι ευγνώμων που υπάρχουν όλες αυτές οι δυνατότητες για να βάλω τις σωστές λέξεις. Στο «Αποχαιρετισμός στα Όπλα» ξανάγραψα την τελευταία σελίδα 39 φορές».
Για τον τρόπο με τον οποίο βρίσκει μία ιστορία και για το πώς παρατηρεί τον κόσμο προκειμένου να εμπνευστεί…
«Αν ο συγγραφέας παύει να παρατηρεί, είναι τελειωμένος. Αλλά η παρατήρηση δεν πρέπει να γίνεται επί τούτου. Προσπαθώ, άλλωστε, να γράφω με την τεχνική του παγόβουνου: Όπως το μεγαλύτερο τμήμα του είναι κάτω από το νερό, αόρατο, έτσι είναι και οι ιστορίες μου».
Για τις λεπτομέρειες του «Ο γέρος και η θάλασσα» που δεν πέρασαν στο χαρτί…
«Υπό άλλες συνθήκες το ‘’Ο γέρος και η θάλασσα’’ θα μπορούσε να μην είναι μία νουβέλα με λίγο περισσότερες από 100 σελίδες, αλλά να έχει έκταση χιλιάδων σελίδων με περιγραφές των χαρακτήρων της καθημερινότητας και των συνηθειών των ανθρώπων από το ψαροχώρι. Αυτό, όμως, το κάνουν άλλοι συγγραφείς. Εγώ προσπαθώ να κάνω κάτι διαφορετικό, αφαιρώντας οτιδήποτε αχρείαστο, ώστε ο αναγνώστης να ενσωματώσει στη δική του εμπειρία αυτό που διαβάζει. Τέλος πάντων, πέρα από την τεχνική είχα απίστευτη τύχη αυτή τη φορά και ήμουν σε θέση να μεταφέρω την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια. Η τύχη ήταν ότι είχα μπροστά μου μία ιστορία με έναν σπουδαίο άντρα, τον ωκεανό που αξίζει να γράψεις για αυτόν, αλλά και τον ξιφία που τον έχω δει, όπως και ένα κοπάδι με 50 φάλαινες φυσητήρες που συνάντησα. Αλλά αυτή τη γνώση την έχω αφήσει απέξω, διότι είναι το μέρος του παγόβουνου που είναι κάτω από το νερό».
Για το αν υπάρχουν κάποια μέρη που τον εμπνέουν να γράφει…
«Αν κρίνω από τον αριθμό των βιβλίων που έχω ολοκληρώσει εκεί, το ξενοδοχείο Ambos Mundos στην Αβάνα ήταν για μένα ένα πολύ καλό μέρος για να γράφω, αν και μπορώ να εργαστώ υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Το τηλέφωνο και οι επισκέπτες, βέβαια, μπορούν να στα τα καταστρέψουν όλα».
Για το αν τον βοήθησε στη λογοτεχνία η εμπειρία του στη δημοσιογραφία…
«Στην εφημερίδα Kansas City Star έμαθα να γράφω μία απλή δηλωτική πρόταση. Αυτό είναι κάτι χρήσιμο για κάθε νέο συγγραφέα και ισχύει αυτό που λένε, ότι η δημοσιογραφία βοηθάει κάποιον αν την εγκαταλείψει γρήγορα. Απολογούμαι για το ξεθωριασμένο κλισέ αλλά όταν ρωτάς τέτοια τετριμμένα πράγματα ανάλογες απαντήσεις θα λάβεις».
Για το Παρίσι της δεκαετίας του 20 και για το αν είχε την αίσθηση του ανήκειν σε εκείνη την περίφημη γενιά καλλιτεχνών και συγγραφέων τους οποίους συναναστρεφόταν…
«Όχι, δεν υπήρχε τέτοιο ομαδικό συναίσθημα. Είχαμε απλώς σεβασμό ο ένας για τη δουλειά του άλλου. Κάποιοι ήταν της γενιάς μου, κάποιοι άλλοι μεγαλύτεροι. Τζέιμς Τζόυς, Πάμπλο Πικάσο, Κλωντ Μονέ, Έζρα Πάουντ, Γερτρούδη Στάιν».
Για το πώς προκύπτουν οι τίτλοι των βιβλίων του…
«Όταν τελειώσω ένα βιβλίο σκέφτομαι μερικές δεκάδες τίτλους. Μερικές φορές και εκατοντάδες. Αρχίσω να αφαιρώ, ώσπου στο τέλος μένει ένας ή και κανένας».
Για το τι τον έμαθε ο πόλεμος…
«Ξέρω τον πόλεμο όσο λίγο ζωντανοί άνθρωποι και τίποτα δεν μου είναι πιο αποκρουστικό από αυτόν. Σίγουρα δεν αποτελεί τρόπο επίλυσης διαφορών, ωστόσο, μπορείς να ξεκάνεις τους αντιπάλους σου. Αλλά αν δεν το κάνεις με ακρίβεια και ολοκληρωτικά, τότε κινδυνεύεις να σε ξεκάνουν αυτοί».