Το 1991 ήταν μια καλή χρονιά για το ροκ, καθώς κυκλοφόρησαν ιστορικά και καθοριστικά άλμπουμ που άλλαξαν την ιστορία της μουσικής. Αναζητούμε και συζητούμε τις αιτίες.
Το 1991 θεωρείται από τους περισσότερους ιστορικούς του ροκ ως η σημαντικότερη χρονιά των τελευταίων δεκαετιών γιατί εκείνη τη χρονιά -κατά περίεργη σύμπτωση μέσα στον Σεπτέμβριο – κυκλοφορήσαν μερικά από τα κορυφαία άλμπουμ της νεώτερης ιστορίας του. Παραμένει ανεξήγητο γιατί συγκεντρώθηκε τόσο σημαντική δισκοπαραγωγή μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Σήμερα, 30 χρόνια μετά, και σε μια περίοδο που όχι μόνο το ροκ αλλά συνολικά η παγκόσμια παραγωγή μουσικής βρίσκεται ακόμα στη στενωπό της πανδημίας του κορωνοϊού, επιχειρήθηκε από πολλούς να δοθεί μια πειστική απάντηση στο πλαίσιο των σχετικών εορτασμών.
Αλλά ας δούμε για ποια άλμπουμ και ποιες μπάντες μιλάμε. Αν εξαιρέσουμε το Black Album των Metallica (με το «Nothing Else Matters» μεταξύ άλλων 11 συνθέσεων) που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1991 και το Out Of Time των R.E.M. (με το «Losing My Religion» μεταξύ άλλων 10 συνθέσεων ) που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1991, ο Σεπτέμβριος εκείνης της χρονιάς ήταν ένας απίστευτος δισκογραφικός μήνας. Ας θυμηθούμε τι κυκλοφόρησε μέσα σε περίπου 30 ημέρες.
Το «Nevermind» των Nirvana, η κυκλοφορία του οποίου γιορτάστηκε φέτος με αμήχανη επισημότητα, το «Ten» των Pearl Jam, το «Blood Sugar Sex Magik» των Red Hot Chili Peppers, το «Screamadelica» των Primal Scream, τα (δύο άλμπουμ) «Use Your Illusion» των Guns ‘N’ Roses και το «Bad Motor Finger» των Soundgarden. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν πολύ σημαντικά άλμπουμ συγκροτήματα όπως οι Pixies, οι Hole, οι Blur, οι Teenage Fanclub κ.ά. αλλά και οι De La Soul, o Prince, οι Cypress Hill, οι Massive Attack, οι Public Enemy, οι Orbital κ.ά., από τα άλλα μουσικά είδη.
Το 1991 ο δυτικός κόσμος αποχαιρετούσε δύο σημαντικές πολίτικες προσωπικότητες που με την παρουσία τους είχαν σφραγίσει τη δεκαετία του ‘80. Τις αποχαιρετούσε πολιτικά: η Μάργκαρετ Θάτσερ στην Αγγλία είχε δώσει τη θέση της στον επίσης Συντηρητικό Τζον Μέιτζορ ο οποίος με κάπως πραξικοπηματικό τρόπο είχε γίνει πρωθυπουργός της χώρας του υποσχόμενος μια σχετική χαλάρωση της αυστηρής μονεταριστικής πολιτικής που είχε εφαρμόσει η «Μάγισσα» και είχε οδηγήσει στην οικονομική καταστροφή εκατομμύρια Βρετανούς και τους Τόρις στα πρόθυρα της ήττας.
Στις ΗΠΑ, ο Ρόναλντ Ρήγκαν είχε ολοκληρώσει με απόλυτη επιτυχία δύο προεδρικές θητείες που σφραγίστηκαν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την αποθέωση του κυνισμού ως πεμπτουσία του πολιτικού βίου και της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας. Η εποχή του σημαδεύτηκε από την αποθέωση της ηθικής πλειοψηφίας σε βάρος των πολιτιστικών, φυλετικών και κοινωνικών περιθωρίων. Η χώρα είχε στο τιμόνι της τον έμπειρο αλλά σαφώς πιο μετριοπαθή Συντηρητικό Τζορτζ Μπους (τον πατέρα).
Δεν είναι εύκολη ούτε απολύτως λειτουργική η αναγωγή στις πολιτικές συγκυρίες όλων των εξελίξεων στον χώρο της πολιτιστικής παραγωγής διότι, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η σχετική αυτονόμηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας από το οικονομικό εποικοδόμημα μπερδεύει όποιον ψάχνει να βρει πως επιδρά ο Λευκός Οίκος ή η Ντάουνινγκ Στριτ στο ροκ, τη μουσική και τον πολιτισμό. Σίγουρα όμως η αλλαγή πολιτικής πλεύσης στους δύο καπιταλιστικούς παραδείσους από το 1990 και μετά, αλλαγή περισσότερο σε συμβολικούς παρά σε ουσιαστικούς όρους, είχε όπως φαίνεται την επίδρασή της στη μουσική.
Η έξοδος από τη σκληρή εποχή του ατομισμού και της αποθέωσης του υλισμού, η εποχή της Θάτσερ και του Ρίγκαν δηλαδή, άφησε τα σημάδια της σε όλα τα άλμπουμ που αναφέρθηκαν και ειδικά σε εκείνα των Metallica και των Pearl Jam, ενώ το άλμπουμ των REM που αγαπήθηκε για το σκοτεινό «Losing My Religion» περιείχε, ας μην το ξεχνάμε, και το «Shiny Happy People» και θεωρήθηκε από τους κριτικούς του περιοδικού Rolling Stone, το πιο πολιτικοποιημένο άλμπουμ της μπάντας.
Τριάντα χρόνια μετά, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ βρίσκονται ξανά σε φάση μετάβασης από μια πολιτική πραγματικότητα σε μια άλλη, ειδικά στις ΗΠΑ, τις επιπτώσεις της οποίας δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε μέσα στο σύννεφο της πραγματικότητας που διαμόρφωσε η πανδημία. Μένει να δούμε αν αυτή η φάση μετάβασης, θα δώσει σήμερα ή αύριο τις δισκάρες που έχει ανάγκη η νεολαία για να σταθεί στα πόδια της και να βγει και πάλι στο φως, όπως έκανε τότε, στην αυγή της δεκαετίας του 1990.