Σκέψεις και εντυπώσεις από τη νέα ταινία του Wes Anderson που προβάλλεται αυτές τις ημέρες στους κινηματογράφους και αποτελεί επιλογή αυτήν την εβδομάδα.
Η υπόθεση έχει ως εξής. Σε μια μικρή γαλλική πόλη, ο αρχισυντάκτης ενός περιοδικού (που είναι φτυστό το «New Yorker») πεθαίνει απροσδόκητα. Τότε οι συντάκτες συγκεντρώνονται για να αποφασίσουν πώς θα του αποτίσουν φόρο τιμής και τι θα κάνουν με την έκδοση του περιοδικού. Η απόφαση που λαμβάνεται -σύμφωνα και με τη διαθήκη του νεκρού- είναι να ετοιμάσουν μια τελευταία αποχαιρετιστήρια έκδοση, όπου θα συμπεριληφθούν κάποια παλαιότερα κείμενα, συν μια νεκρολογία του εκλιπόντος.
Η ταινία ζωντανεύει με τα καρέ ενός μαγικού ρεαλισμού τα τελευταία αυτά κείμενα, μακροσκελείς δημοσιογραφικές ιστορίες («Μπεν Χουρ» κατά την inside ορολογία) που κάθε αρχισυντάκτης θα ήθελε στο περιοδικό του, από δημοσιογράφους που πρώτα ζουν και μετά γράφουν, ρίχνονται στα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας και παρίστανται ως αδιάψευστοι μάρτυρες. Ουσιαστικά, η ταινία αποτελεί φόρο τιμής σε μια δημοσιογραφία που έχει χαθεί και σε μια εποχή που ο δημοσιογράφος ήταν κάτι σαν Homo Universalis, που του δίνονταν όλα τα μέσα και τα για να παράξει ωραίες ιστορίες και είχε την πολυτέλεια να αναρωτιέται για ώρες αν η χ λέξη είναι πιο εύστοχη από την ψ ή αν η ζ παράγραφος έπρεπε να αλλάξει θέση. Μαζί βέβαια, χάθηκαν και οι αναγνώστες…
Ο Άντερσον στήνει το σύμπαν του με τα υλικά που ανέκαθεν αγαπάει, σε μια φανταστική πόλη του 20ου αιώνα και με ιστορίες τραβηγμένες από τα μαλλιά, χωρίς να αφήνει την αλήθεια να του τις χαλάσει. Το ποδήλατο, το στυλ, τα παστέλ χρώματα, οι Τέχνες, η γραφιστική γεωμετρία, το νουάρ με τα παρωδιακά στοιχεία και το μυστήριο, τα κόμιξ, ο ερωτισμός, η γαλλική avant–garde και η σύγχρονη lifestyle κουλτούρα, η γαστρονομία, οι ψυχικές παρεκκλίσεις των ελαφρώς πειραγμένων ηρώων του, η νοσταλγία για το ένδοξο παρελθόν (vintage) και το υποδόριο χιούμορ διατρέχουν την ταινία από την αρχή ως το τέλος, με τη γνωστή feelgood και χαλαρή διάθεση του σπουδαίου δημιουργού.
Το καταπληκτικό καστ (Μπιλ Μάρεϊ, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Έιντριεν Μπρόντι, Τίλντα Σουίντον, Λεά Σεϊντού, Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, Τιμοτέ Σαλαμέ κ.ά.) δημιουργεί αξέχαστες κινηματογραφικές στιγμές, με το αισθητικό αποτύπωμα του Τεξανού σκηνοθέτη να συνεχίζει εκεί που σταμάτησε το Moonrise Kingdom και το Grand Budapest Hotel. Χωρίς όμως να φτάνει στο κορυφαίο επίπεδο των δύο του τελευταίων ταινιών, ίσως επειδή το πληθωρικό εικονοκλαστικό στοιχείο υπερισχύει σε κάποιες περιπτώσεις του σεναριακού, που υπολείπεται του συναισθηματικού βάθους των άλλων του ταινιών. Σε κάθε περίπτωση όμως αποτελεί μια γνήσια σινεφίλ δημιουργία που σε κάνει να νιώθεις υπέροχα.