Η αγαπημένη συγγραφέας μιλάει στο ZG, με αφορμή το βιβλίο της «Μια νύχτα του Αυγούστου», που παρακολουθούμε εδώ και λίγο καιρό στην ΕΡΤ.
Η σχέση της με την Ελλάδα είναι τόσο βαθιά και ειλικρινής, που μοιάζει σα να βρήκε τη χαμένη πατρίδα της, μια παράλληλη οικογενειακή εστία, όπου καταφεύγει κάθε φορά που θέλει να φορτίσει τις μπαταρίες της και να νιώσει τη ζεστασιά της φιλοξενίας του τόπου μας. Άλλωστε, δεν είναι τυχαία η δήλωση της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου λίγο μετά την τιμητική πολιτογράφηση της Victoria: «Υπήρξε Ελληνίδα, πριν γίνει Ελληνίδα». Και πράγματι, η σχέση της Victoria Hislop με την Ελλάδα, είναι βαθιά και ειλικρινής, όμως πάνω από όλα όμως είναι αμφίδρομη, ένα συνεχόμενο πάρε-δώσε συναισθημάτων, συναρπαστικών διηγήσεων, εντυπώσεων και εκπλήξεων, το οποίο διατηρεί αυτή τη σχέση ζωντανή. Η Βικτόρια, αφουγκράζεται τον τόπο, τους ανθρώπους και τις ιστορίες με δημιουργικό ενθουσιασμό. Από την άλλη, οι Έλληνες στηρίζουν τη Victoria σε κάθε βήμα της και μοιράζονται μαζί της με γενναιοδωρία, όλα αυτά που κάνουν τη μικρή μας χώρα ξεχωριστή.
Με αφορμή το νέο της βιβλίο «Μια νύχτα του Αυγούστου» (εκδόσεις Ψυχογιός) και τη νέα σειρά της ΕΡΤ, η Victoria Hislop, γλυκιά και προσηνής όπως πάντα, μας ανοίγει την καρδιά της.
Οι Έλληνες σας αγαπούν πολύ και συχνά είστε καλεσμένη σε εκπομπές, εκδηλώσεις κ.α. Οι απλοί άνθρωποι, οι περαστικοί, οι πελάτες στα καταστήματα όπου μπαίνετε να ψωνίσετε σας αναγνωρίζουν; Και τί είναι αυτό που μοιράζονται μαζί σας συνήθως;
«Είμαι πολύ τυχερή που συχνά με καλούν σε ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις. Πράγματι, με αναγνωρίζουν πολύ στην Ελλάδα όπου κι αν πάω, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου είμαι ανώνυμη σε μια θάλασσα 60 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Είναι πάντα πολύ ευχάριστη εμπειρία, γιατί τείνουν να με πλησιάζουν οι θαυμαστές των βιβλίων μου και έτσι κάνουμε ωραίες συζητήσεις για τις ιστορίες που έχω γράψει. Πέρυσι, κατά τη διάρκεια του «Dancing with the Stars», οι άνθρωποι στα σούπερ μάρκετ με σταματούσαν συνέχεια και μοιραζόμουν μαζί τους τις εμπειρίες μου από το σόου.
Πολύ σημαντικό όμως, είναι και το γεγονός ότι ανήκω σε μια όμορφη κοινότητα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης, όπου με αναγνωρίζουν περισσότερο -αλλά τους αναγνωρίζω κι εγώ-γιατί τους θεωρώ όλους φίλους μου. Έχω σπίτι στον Άγιο Νικόλαο και είμαι επίσημα δημότης της πόλης. Έτσι, νιώθω ότι μας ενώνει η κοινή αγάπη για τον τόπο και όλοι νοιαζόμαστε πραγματικά. Είναι σαν να είσαι μέλος μιας τεράστιας οικογένειας. Και αυτή την αίσθηση δεν την έχω στο Λονδίνο όπου ζω τον μισό χρόνο. Τι μοιράζονται λοιπόν οι άνθρωποι; Τις τελευταίες εβδομάδες, ενώ βρισκόμουν εκεί, η πλειονότητα των συζητήσεων αφορούσε τις δυσκολίες και τους φόβους τους για τους επόμενους μήνες -τόσο σε μικροσκοπική όσο και σε μακροσκοπική κλίμακα…».
Ποιο είναι το στοιχείο της ελληνικής καθημερινότητας που αγαπάτε περισσότερο και το οποίο δεν συναντάτε στην βρετανική καθημερινή ζωή;
«Έχω ένα πολύ ζωντανό, κορυφαίο παράδειγμα. Πήρα έναν φίλο Βρετανό, σε μερικά χωριά στην κρητική πλαγιά την περασμένη εβδομάδα. Έμεινε έκπληκτος, από την καλοσύνη των ανθρώπων που συναντούσαμε στο δρόμο -περάσαμε από τα σπίτια τους και βγήκαν να μας δώσουν ό,τι καρπούς είχαν- φύγαμε με σακούλες με σταφύλια, ρόδια, λεμόνια, αχλάδια. Και αυτοί ήταν εντελώς ξένοι. Με μια λέξη λοιπόν: γενναιοδωρία!».
Είστε μητέρα, δημοσιογράφος και συγγραφέας με διεθνή επιτυχία. Πόσο εύκολο είναι για μια γυναίκα με όλες αυτές τις ιδιότητες να ισορροπεί, ειδικά όταν τα παιδιά σας ήταν σε μικρές ηλικίες;
«Ήταν πολύ πιο δύσκολο όταν τα παιδιά ήταν μικρότερα -και πάντα οδηγούσε σε πραγματική σύγκρουση μέσα μου, ειδικά αν ένιωθα ότι είχα βάλει τη δουλειά πριν από τα παιδιά μου. Δεν φοβόμουν να τους δείξω, ειδικά στην κόρη μου, ότι οι γυναίκες μπορούν να κάνουν καριέρα και να διατηρούν ένα σπίτι και να απολαμβάνουν και τα δύο. Και το γράψιμο, είναι πολύ πιο εύκολο από πολλά επαγγέλματα, γιατί μπορείς να κάνεις πολλές δουλειές στο σπίτι, άρα μπορεί να γίνει σχεδόν αόρατο όσον αφορά την οικογενειακή ζωή. Αλλά τώρα που μεγάλωσαν και οι δύο, προφανώς είναι πιο εύκολο. Δεν χρειάζεται να αφήνω το στυλό μου κάτω στις 15.00 κάθε μέρα, για να παίρνω τα παιδιά από το σχολείο και μετά να τους ετοιμάζω δείπνο. Στην πραγματικότητα νιώθω έντονη νοσταλγία για εκείνες τις μέρες».
Από την έρευνα που κάνετε για τα όλα τα βιβλία που γράφετε, ίσως έχετε ανακαλύψει πράγματα που δεν γνωρίζατε ή άγνωστες πτυχές της Ιστορίας. Ποια ιστορία ή γεγονός ήταν αυτό που σας έχει συγκλονίσει περισσότερο μέχρι τώρα και θα θέλατε να γράψετε βιβλίο για αυτό;
«Σίγουρα, ανακάλυψα μερικά πολύ συγκλονιστικά πράγματα για τον 20ο αιώνα. Η Ελληνική Ιστορία και πολλά από τα γεγονότα της, έχουν ήδη εμπνεύσει τη συγγραφή μου. Νομίζω ότι το πιο τρομερό, ήταν η ανακάλυψη του τεράστιου αριθμού ανθρώπων που πέθαναν από την πείνα κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Ο λιμός στην Αθήνα, ήταν εντελώς άγνωστος σε μένα –και σε όλους τους Βρετανούς αναγνώστες μου. Νομίζω ότι οι επιπτώσεις εκείνης της περιόδου αντηχούν ακόμα και σήμερα. Το θέμα προέκυψε στο «Αυτοί που αγαπιούνται», αλλά έχω πολλά βιβλία να γράψω ακόμα».
Το «Μια Νύχτα του Αυγούστου» γράφτηκε εν μέσω πανδημίας. Νομίζετε ότι η αίσθηση του αποκλεισμού και της κοινωνικής αποστασιοποίησης επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο έχετε αποδώσει την ιστορία;
«Όλοι μας αναγκαστήκαμε να απομονωθούμε και σίγουρα αυτό επηρέασε τη συγγραφή και ήταν στην πραγματικότητα ο καταλύτης για να γραφτεί η ιστορία εξαρχής. Είχαμε την ευκαιρία να βιώσουμε τον φόβο μιας ανίατης ασθένειας το 2020, να μάθουμε πώς ήταν να είμαστε αποστασιοποιημένοι από τα αγαπημένα μας πρόσωπα, ακόμη και να είμαστε χώρια όταν πέθαιναν. Το γεγονός ότι η Μαρία εξακολουθεί να αισθάνεται ένα αίσθημα αποκλεισμού, πολλά χρόνια μετά τη θεραπεία της από τη λέπρα, ήταν ένα σημαντικό θέμα και για μένα – ο τρόπος με τον οποίο κάποιος μπορεί να κριθεί και να εξοστρακιστεί».
Για ποιο λόγο επιστρέψατε, συγγραφικά, στη Σπιναλόγκα; Ήταν η προσωπική ανάγκη να δώσετε έναν επίλογο στους χαρακτήρες που αγαπήθηκαν τόσο πολύ ή μήπως η δίψα του κοινού να έχει μια συνέχεια ήταν αυτό που σας παρακίνησε; Και πώς νιώθετε τώρα που ολοκληρώσατε τον κύκλο της Σπιναλόγκας;
«Ήμουν σε θέση να φανταστώ, με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια, πώς η ζωή των ανθρώπων μπορεί να αλλάξει σχεδόν από το ένα λεπτό στο άλλο από ένα μόνο απροσδόκητο γεγονός. Στην περίπτωση του «The Island» ήταν ο φόνος της Άννας. Τη μια στιγμή όλοι γιορτάζουν τη θεραπεία της λέπρας και την απελευθέρωση των ασθενών από τη Σπιναλόγκα, την άλλη θρηνούν, κλαίνε για τους νεκρούς. Ένας άντρας βρίσκεται στη φυλακή και οι ζωές των συγγενών της γυναίκας αλλάζουν για πάντα. Στα 15 χρόνια από τη συγγραφή του The Island, υπάρχει ένα αυξανόμενο, σοβαρό ζήτημα στην Ελλάδα: ο αριθμός των γυναικοκτονιών. Φυσικά, αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Αλλά είναι κάτι που αντιμετωπίζει η Ελλάδα αυτή τη στιγμή και η δολοφονία της Άννας είναι ένα τέτοιο έγκλημα».
Η σειρά που βασίζεται στο βιβλίο σας μόλις άρχισε να προβάλλεται στην τηλεόραση. Νομίζετε ότι θα έχει την ίδια ανταπόκριση με το Νησί, ή έχουν αλλάξει τα δεδομένα και η σχέση του κοινού με την τηλεόραση λόγω πλατφόρμων, όπως το Netflix;
«Το τηλεοπτικό τοπίο έχει αλλάξει ριζικά, από τότε που το Νησί ήταν στην ελληνική τηλεόραση. Στις μέρες μας, όλοι έχουμε μια επιλογή από δεκάδες διαφορετικές και υψηλής ποιότητας ξένες παραγωγές για να διαλέξουμε, εκτός από τα ελληνικά επίγεια κανάλια. Άρα, υπάρχει περισσότερος ανταγωνισμός τώρα. Το The Island είχε μερίδιο κοινού 75% για κάποια επεισόδια και δεν νομίζω ότι κανείς περιμένει τέτοια ανταπόκριση αυτές τις μέρες!».
Πώς σας φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο έχουν αποδοθεί τα βιβλία σας στην ελληνική τηλεόραση; Οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί, και όλοι οι συντελεστές, ανταποκρίνονται στο όραμά σας;
«Μου άρεσαν πολύ οι τρεις προσαρμογές που έγιναν μέχρι τώρα -εξαιρετικός επαγγελματισμός και ταλέντο σε κάθε τμήμα».
Ποιος είναι πιο αυστηρός κριτής της δουλειάς σας, το κοινό, ο εκδοτικός οίκος ή η οικογένεια και οι φίλοι σας και πόσο η επηρεάζει η κριτική τον τρόπο με τον οποίο δουλεύετε;
«Ο πιο σκληρός κριτής είμαι ΕΓΩ! Μπορεί να είναι δύσκολο να ξεπεράσεις την αυτοκριτική μερικές φορές, αλλά είναι εξαιρετικά σημαντικό να είσαι πραγματικός κριτής του εαυτού σου. Κάθε δημιουργικός άνθρωπος που μένει πίσω από τη δουλειά του και συγχαίρει τον εαυτό του υπερβολικά, βρίσκεται στο δρόμο της αποτυχίας και της αυταπάτης νομίζω. Περιστασιακά, χαίρομαι με μια συγκεκριμένη πρόταση που έχω γράψει. Νομίζω ότι «αυτό ακριβώς θέλω να πω και δεν θα μπορούσα να το γράψω καλύτερα». Ωστόσο, όταν κοιτάζω πίσω σε παλαιότερα βιβλία, συχνά ανατριχιάζω και σκέφτομαι: «Θα μπορούσα να το γράψω καλύτερα τώρα». Να θυμάστε πάντα, ότι οι φίλοι σας είναι γενικά φίλοι σας επειδή είναι καλοί μαζί σας. Επομένως, ένα κομπλιμέντο από έναν φίλο είναι ωραίο, αλλά σημαίνει λίγα. Η οικογένεια είναι λίγο πιο ειλικρινής, το κοινό είναι πολύ ειλικρινές. Η κριτική μπορεί να παραλύει, αλλά είναι ο μόνος τρόπος βελτίωσης και ανάπτυξης…».
Ακολουθήστε το zeitgeist.gr στο facebook για να ενημερώνεστε πρώτοι για τα νέα θέματα και να στηρίξετε την ποιοτική δημοσιογραφία, πατώντας like στο facebook banner που βλέπετε κάτω ή πάνω δεξιά.