Η παράσταση «Τα νέα μου είναι σαρωτικά», στο θέατρο Σφενδόνη, δεν μοιάζει με τίποτα από ό,τι έχετε δει ως τώρα και είναι μία από τις παραστάσεις της χρονιάς.
Το νέο έργο του τρομερού παιδιού του ελληνικού θεάτρου (γράφει, σκηνοθετεί, παίζει) δεν εξαντλείται αυτή τη φορά στη δηλητηριώδη όσο και γνώριμη θεματική του. Η αλλοτρίωση και η κοινωνική αναλγησία, η αποχαύνωση και η συντριπτική υπεροχή του φαίνεσθαι πάνω στο είναι, ο μικροαστός που ποζάρει με φόντο τα ερείπια της ύπαρξής του, η μουρλοκακομοίρα που φαντασιώνεται μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έναν άλλο εαυτό και μιαν άλλη ζωή, το τουρλουμπούκι και η κακογουστιά στην εποχή της πανδημικής παράνοιας, η απουσία της λογικής, η κουτοπονηριά, η κακοποίηση, ο αστραφτερά πακεταρισμένος ευτελισμός και αρκετά άλλα συναφή νεοελληνικά, πατροπαράδοτα και αυθεντικά, δέχονται σταθερά τα βέλη της Κιτσοπούλειας κριτικής. Αλλά, αυτή τη φορά το έργο δεν εξαντλείται στον δικαιολογημένο μισανθρωπισμό και αναρχισμό της. Γιατί τι σηματοδοτούν όλα αυτά τα ευτελή που ζούμε, τι σημαίνει η νίκη του παραλογισμού και η κραταιά επικράτηση του μάρκετινγκ σε κάθε τομέα της ζωής, τι παρενέργειες έχει η κατανάλωση τόσων σκουπιδιών (διατροφικών, πνευματικών); Την ανάδυση μιας άλλης φυλής ανθρώπων (στην παράσταση φορούν άφρο περούκες και βαδίζουν σα ρομποτάκια) που όμως δεν εξελίσσεται, δεν πηγαίνει μπροστά. Τουναντίον, με άναρθρες κραυγές και πρωτόγονα ένστικτα ο homo σάπιος προσπαθεί να διεκδικήσει ρανίδες ματαιοδοξίας από το τίποτα που του αναλογεί.
Εν αρχή ην ο λόγος, αλλά εδώ λόγος δεν υπάρχει. Μια παράσταση σχεδόν βωβή, με ελάχιστους παραληρηματικούς μονολόγους και καθόλου διαλόγους, ένα συνονθύλευμα βιτριολικών γκαγκ που άλλοτε θυμίζει Μπάστερ Κίτον και σλάπστικ κωμωδία, άλλοτε Ζακ Τατί και ενίοτε έχουν μιαν ατμόσφαιρα Ρόι Άντερσον. Κωμικοτραγικά δρώμενα που δεν συνδέονται μεμιάς μεταξύ τους, και μια νέα γλώσσα μη λεκτικής επικοινωνίας -διότι δεν υπάρχουν λόγια πια- συνυφαίνουν τη βωβή performance που εντυπωσιάζει καταρχήν για την αρτιότητα της εκτέλεσης. Τόσο η Κιτσοπούλου όσο και οι άλλοι άξιοι ηθοποιοί του καστ παίζουν με το σώμα τους, μιλούν εύγλωττα με τις κραυγές τους και παρουσιάζουν μια νέα ράτσα υπανθρώπου, αυτού εδώ του σύγχρονου που τρώει πίτουρα ενώ καταναλώνει εικόνες χλιδής. Το αν η φόρμα που εισαγάγει η Κιτσοπούλου λειτουργεί στο κοινό, αυτό είναι κάτι που δεν χρήζει απάντησης εδώ. Θα ήταν άλλωστε οξύμωρο το να ισχυριστεί κάποιος ότι ένας ανατρεπτικός δημιουργός οφείλει να συμμορφώνεται με το κοινό του. Το ζητούμενο στην Τέχνη ήταν πάντοτε το αντίθετο, άλλωστε. Εντούτοις, κάποιες λίγες σκηνοθετικές προσθήκες θα διευκόλυναν, θα αποσαφήνιζαν το πλήθος των συμβολισμών και θα κέρδιζαν και το μη εκπαιδευμένο κοινό. Αλλά θα έδινε και σε αυτήν την τόσο προσωπική της δημιουργία μια περισσότερο οικουμενική διάσταση.
Η ταυτότητα της παράστασης
Θέατρο ΣΦΕΝΔΟΝΗ, Μακρή 4, Αθήνα, Στάση Μετρό: Ακρόπολη
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Ηθοποιοί: Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μαυρέα, Πάνος Παπαδόπουλος
Παραστάσεις (έως 18 Δεκεμβρίου): Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 19:30
Κλείστε το εισιτήριό σας εδώ
Ακολουθήστε το zeitgeist.gr στο facebook για να ενημερώνεστε πρώτοι για τα νέα θέματα και να στηρίξετε την ποιοτική δημοσιογραφία, πατώντας like στο facebook banner που βλέπετε κάτω ή πάνω δεξιά.