Τριάντα χρόνια και βάλε μετά το θάνατο (1989) του εκκεντρικού καλλιτέχνη, ο κόσμος της Τέχνης εξακολουθεί να θαμπώνεται τόσο από τα έργα του όσο και από την πολυτάραχη ζωή του, γεμάτη από ποιητές, καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, δικτάτορες, καρδιναλίους, disco queens, αλλά και λουκούλλεια δείπνα.
Όταν ήταν έξι χρονών ήθελε να γίνει μάγειρας. Στα εφτά Ναπολέων. Οι φιλοδοξίες του ποτέ δεν έπαψαν να μεγαλώνουν και τελικά έγινε αυτό που μάλλον αποζητούσε περισσότερο: Τα πάντα. Ένας αμφιλεγόμενος καλλιτέχνης υποκινούμενος από μία άστατη, δυσερμήνευτη προσωπικότητα και συνάμα συνώνυμο της πρόκλησης, της περιπέτειας και των συνεχών εναλλαγών, στην αναζήτηση ενός νοήματος που πάντοτε διέφευγε. Από πολύ μικρή ηλικία φάνηκε το ταλέντο του στη ζωγραφική και το σχέδιο. Ο δικηγόρος και συμβολαιογράφος πατέρας του τον αποθάρρυνε, η μητέρα του όμως διέκρινε τις ικανότητές του και τον έστρεψε από πολύ μικρό στην τέχνη. Στην αρχή παρακολούθησε μαθήματα σε σχολή της πόλης, ενώ στα 12 ήρθε σε πρώτη επαφή με τις μοντέρνες τάσεις. Τρία χρόνια μετά είχε ολοκληρώσει τα πρώτα του έργα, συμμετέχοντας σε εκθέσεις. Όμως, δύο γεγονότα που συνέβησαν στην εφηβεία του, θα τον επηρέαζαν για πάντα.
Η ανέραστη ιδιοφυΐα
Το 1921 χάνει την πολυαγαπημένη του μητέρα από ανίατη ασθένεια και λίγο μετά ο πατέρας του παντρεύεται την αδελφή της, κάτι που δεν αποδέχθηκε ποτέ. Την ίδια περίοδο έρχεται σε επαφή με τις θεωρίες του αναρχισμού και αργότερα του κομουνισμού. Τις ασπάζεται για λίγο, μιας και η εκκεντρικότητά του ήταν αδύνατο να αναπνεύσει στα στενά όρια μιας πολιτικής θεωρίας. Σε ηλικία 18 χρονών πηγαίνει στη Μαδρίτη και ξεκινά σπουδές στην Ακαδημία Τεχνών του Σαν Φερνάντο. Εκεί ήρθε σε επαφή με το ρεύμα του Κυβισμού, αλλά και με τον Ντανταϊσμό που ήταν ό,τι πιο επαναστατικό στην τέχνη εκείνη την εποχή. Στη Μαδρίτη γίνεται φίλος με τον Federico García Lorca και τον Luis Bunuel, όμως αυτή όσμωση από τόσο μικρή ηλικία με τόσο καινοτόμα πνεύματα είχε και τις πρόσκαιρες επιπτώσεις της. Θα αποβληθεί από την Ακαδημία χωρίς να πάρει πτυχίο, λόγω μιας αλαζονείας που μπορεί να συγχωρηθεί μόνο στις ιδιοφυΐες: Είχε χαρακτηρίσει τους καθηγητές του ανάξιους να τον κρίνουν. Το 1926 επισκέπτεται το Παρίσι, όπου συναντά τον Pablo Picasso και επηρεάζεται έντονα. Το 1929 συνεργάζεται με τον Bunuel, συμμετέχοντας στο σενάριο του Ανδαλουσιανού Σκύλου, αυτής της εμβληματικής σουρεαλιστικής ταινίας, που ακόμη και σήμερα ξαφνιάζει με τη φρεσκάδα και τους συμβολισμούς της. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους γνωρίζει τη μέλλουσα σύζυγό του. Η γνωριμία του με την ρωσίδα μετανάστρια Elena Ivanovna Diakonova ήταν καταλυτική. Πιο γνωστή ως Gala, η Diakonova άφησε για χάρη του τον σύζυγό της, ποιητή Paul Eluard, και έγινε η μούσα του. Παντρεύτηκαν το 1934 με πολιτικό γάμο και ξαναπαντρεύτηκαν με θρησκευτικό γάμο το 1958, αφού ο Dali είχε ασπαστεί (και) τον Καθολικισμό. Η σχέση του με την Gala ήταν ασυνήθιστη. Δεν ήταν μόνο το ότι ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερή του ούτε το ότι ήταν απόλυτα εξαρτημένος από αυτήν. Αρκείτο να την παρακολουθεί στις πολλές ερωτικές συνευρέσεις της, χωρίς ποτέ να συμμετέχει. Κατά τον Bunuel ήταν ανέραστος, δεν είχε δηλαδή σεξουαλική δραστηριότητα.
Το κέντρο του κόσμου
Τη δεκαετία του ‘30 ο Dali κατακτά τις ΗΠΑ. Είναι η περίοδος που δημιουργεί και πουλάει ακατάπαυστα -ειδικά στη Νέα Υόρκη-, ζει έντονα και προκαλεί με τις κοσμικές του εμφανίσεις. Η έφεσή του στην τρυφηλή ζωή και την πολυτέλεια, αν και δεν κουβαλούσε ποτέ μαζί του χρήματα, θα κάνουν τον άλλοτε συνοδοιπόρο του Andre Breton να τον κατηγορήσει για ματαιοδοξία και να τον διαγράψει από το Υπερρεαλιστικό κίνημα, παίρνοντας αφορμή και από το ότι είχε εκφράσει την υποστήριξή του στον τότε δικτάτορα της Ισπανίας Franco. Αργότερα, μάλιστα, θα ζωγραφίσει και ένα πορτρέτο της κόρης του Franco και γενικά πάντα θα έχει καλές σχέσεις με το καθεστώς. Μοναδική πράξη αντίστασης, όταν υπερασπίστηκε τον φίλο του, Lorca, του οποίου τα έργα είχαν απαγορευτεί στην Ισπανία. Ο Breton τον λοιδορεί, επινοώντας μεταξύ άλλων τον αναγραμματισμό του ονόματός του, σε Avida Dollars (δηλαδή άπληστος για δολάρια), κάτι που τον εξοργίζει και τον κάνει να δηλώσει, ότι αυτός (δηλαδή ο Dali) είναι ο υπερρεαλισμός. Από το 1940 μέχρι και το 1948 διαμένει στις ΗΠΑ, όπου δημιουργεί μερικά από τα αριστουργήματά του και ξεδιπλώνει τις πτυχές του ταλέντου και σε άλλα πεδία, όπως τη δημιουργία κινούμενων σχεδίων για τη Walt Disney. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 επιστρέφει στην Ισπανία, και ξεκινάει να ασχολείται επισταμένα με άλλες μορφές τέχνης, όπως με τη δημιουργία κοσμημάτων, λογοτύπων, διαφημιστικών, τη σκηνογραφία, τη γλυπτική, τη σχεδίαση επίπλων. Τότε είναι που ο Andy Warhol αναγνωρίζει σε αυτόν τον πρόδρομο της pop art. Τη δεκαετία του ’60 και του ’70 εργάζεται εντατικά για τη δημιουργία του Θεάτρου – Μουσείου «Salvador Dali – Gala», εκθέτει σε όλον τον κόσμο -από το Λονδίνο μέχρι το Τόκιο- και συνεχίζει τις κοσμικές υπερβολές. Σε μία από αυτές, το 1965, γνωρίζεται στο Παρίσι με την transexual Amanda Leer -τότε μοντέλο, disko queen στα 70’s που μαζί με τη Gala σχημάτισαν ένα τρίγωνο που διήρκεσε περίπου μια δεκαετία, στο οποίο όμως ο Dali συμμετείχε πάντα πλατωνικά, κάτι που αναφέρει στη βιογραφία της και η Leer.
Σταθερή αξία σε όλη τη ζωή του η υψηλή γαστρονομία. Τα δείπνα που παρέθετε με τις συνταγές της Gala έμειναν στην ιστορία και μπορούν άνετα να συγκριθούν ακόμη και με τα πιο εξεζητημένα συμπόσια της αρχαιότητας. Αισθησιακά, ευφάνταστα, εξωτικά, υπερβολικά, αφροδισιακά, αντανακλούν την πεποίθηση του Νταλί ότι «το καλύτερο όργανό μας για να κατανοήσουμε τη φιλοσοφία είναι το σαγόνι». Ιδιαίτερα αν στο τραπέζι υπάρχουν καραβίδες, αστακοί, σαμπάνιες, στρείδια, εδώδιμες τρούφες και άλλοι ευγενείς μύκητες.