Το αλλόκοτο κτίριο όπου ανάρρωσε ο Γιάννης Ρίτσος και σώθηκαν χιλιάδες ζωές από τη φυματίωση, αποτελεί σημείο αναφοράς για θρύλους με στοιχειωμένα δωμάτια, παράξενους ήχους και απόκοσμες οντότητες.
Γκρίζο και δυσοίωνο, τριγυρισμένο από το ομιχλώδες τοπίο του βουνού, στέκει το τσιμεντένιο κουφάρι του σανατόριου της Πάρνηθας. Τα γυμνά παράθυρά του μοιάζουν με απόκοσμο κάλεσμα σε ένα παρελθόν μακρινό, τότε που γιατροί και νοσοκόμες πηγαινοέρχονταν βιαστικά στους διαδρόμους σε έναν αγώνα δρόμου με αντίπαλο τη φυματίωση. Στα δωμάτια ανάρρωναν επί μήνες, άνθρωποι που πάλευαν να ξεπεράσουν τη νόσο και σταθούν στα πόδια τους ξανά. Δεν τα κατάφερναν όλοι.
Χτισμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’30, το σανατόριο της Πάρνηθας δεν ήταν το μοναδικό για φυματικούς (ή φθισικούς) ασθενείς. Η νόσος θέριζε την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη με ολέθρια αποτελέσματα και υπολογίζεται ότι 35.000 – 40.000 ασθενείς, ηλικίας 18-40 ετών, πέθαιναν κάθε χρόνο χτυπημένοι από τον βάκιλο του Κοχ, ονομασία που πήρε από τον άνθρωπο που τον ανακάλυψε, τον Γερμανό γιατρό και θεμελιωτή της μικροβιολογίας και της βακτηριολογίας, Ρόμπερτ Κοχ.
Για να αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση της εποχής, η Μονή Πετράκη δώρισε στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός την έκταση όπου και ανεγέρθηκε το σανατόριο. Το σημείο δεν ήταν τυχαία επιλογή, καθώς η πρακτική για την ανάρρωση υπαγόρευε εξοχικές περιοχές, συνήθως με αρκετό υψόμετρο, κοντά ή μέσα σε δάση κωνοφόρων. Ο καθαρός αέρας ήταν σύμμαχος ζωής.
Στα χρόνια που ακολούθησαν πλήθος κόσμου βρήκε καταφύγιο και παρηγοριά στα δωμάτια, αν και πάντα ο φόβος για την έκβαση της νόσου παραμόνευε στις ψυχές των φθισικών. Ανάμεσα σε όσους δέχτηκαν τη φροντίδα του προσωπικού ήταν ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, το 1934 και ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Ο Ρίτσος, πέρασε περίπου 6 μήνες μεταξύ 1937 και 1938 αναπνέοντας τον καθαρό αέρα της Πάρνηθας, γράφοντας παράλληλα τρία έργα: Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα (1937), Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (1938), «Εαρινή Συμφωνία» (1938).
Τα χρόνια πέρασαν και σταδιακά, το σανατόριο οδηγήθηκε σε παρακμή. Η ανακάλυψη της πενικιλίνης -η ουσία που έμελλε να σώσει την ανθρωπότητα από τη φυματίωση- και η μαζική παραγωγή της, ανέτρεψαν τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε μέχρι τότε η επιστήμη τη νόσο.
Έτσι, το 1965 το μοναχικό κτίριο άλλαξε χέρια και η διαχείρισή του πέρασε στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, ο οποίος το μετέτρεψε σε ξενοδοχείο με το όνομα Ξενία, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1985, εγκαταλείφθηκε πλήρως και έκτοτε παραμένει άδειο, αφημένο στη μανία της φύσης και των ανθρώπων που το λεηλάτησαν και το βανδάλισαν σε ακραίο βαθμό.
Μετά από τον ισχυρό σεισμό του 1999, το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για επίσκεψη. Ωστόσο, η μοναδική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η παρουσία , προσελκύει πολλούς που θέλουν περιηγηθούν στο εσωτερικό του και να το φωτογραφίσουν. Οι αναφορές επισκεπτών για παραφυσικά φαινόμενα και παράξενες οντότητες που εμφανίζονται κυρίως τις βραδινές ώρες, δίνουν ακόμα ένα κίνητρο στους λάτρεις της αδρεναλίνης.
Λίγο πιο κάτω, το Πάρκο Ψυχών που είναι αφιερωμένο σε όσους πέρασαν από το σανατόριο, συμπληρώνει το κινηματογραφικό τοπίο, δίνοντας έναν έξτρα τόνο ανατριχίλας.
Το 2022, το κτίριο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο από το υπουργείο Περιβάλλοντος και η Εταιρία Ακινήτων Δημοσίου σκοπεύει να το αξιοποιήσει, μάλλον προς απογοήτευση όσων αρέσκονται σε ιστορίες τρόμου και το επισκέπτονται αργά τη νύχτα λαχταρώντας να έρθουν σε επαφή με τρομακτικές φιγούρες που στοιχειώνουν τα γυμνά δωμάτια.
Στα χείλη μας δεν είχαμε τη γεύση της πικροδάφνης
Στα μαλλιά μας δεν είχαμε τη σκόνη του χωρισμού.
Δεν είχαμε στη μνήμη στάχτη.
Δε ρωτούσαμε: “Ο Χριστός ή ο Διόνυσος;” (όπως έγραφε κάπου ένα βιβλίο που το διαβάσαμε ύστερα από χρόνια, με κάτι τόσα δα ψηφιά, σαν πόδια ψύλλου).
Ο δικός μας Χριστός είχε περασμένα στ’ αυτιά του τσαμπιά σταφύλια.
(απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα, που έγραψε κατά την παραμονή του στο σανατόριο)