Σχόλια και εντυπώσεις από το πολυσυζητημένο, δικαίως, έργο που παίζεται φέτος για 2η χρονιά και αποτελεί μεγάλη εισπρακτική αλλά και καλλιτεχνική επιτυχία, εκπληρώνοντας τις προσδοκίες του κοινού.
Μια βροχερή ημέρα στο σκυλάδικο με το ευφάνταστο όνομα «Διυλιστήριο» στην Ελευσίνα (της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2023, παρεμπιπτόντως) ο Σοφοκλής, ο πρώην ιδιοκτήτης του μαγαζιού, επιστρέφει μετά από πέντε χρόνια ανεξήγητης απουσίας (τον νόμιζαν ως και νεκρό) και λίγες ώρες πριν από την κηδεία της μητέρας του, ντυμένος με γυναικεία ρούχα. Ως «τραβεστί», όπως του λένε κατάμουτρα οι άνθρωποι του μαγαζιού. Έχει έρθει για να παραστεί στην κηδεία, κάτι που θεωρείται μη αποδεκτό από εκείνους εξαιτίας της αμφίεσής του, όπως επίσης και από τον αδελφό του, νυν ιδιοκτήτη του μαγαζιού, που σε έξαλλη κατάσταση απειλεί να τον σκοτώσει γιατί όταν έφυγε πήρε μαζί του και ένα σεβαστό ποσό που του ανήκε. Ο Σοφοκλής έχει προνοήσει να φέρει τα χρήματα μαζί του και επιμένει να θέλει να παραστεί στην κηδεία, έχει όμως πέρα από την άρνηση του αδελφού του να αντιμετωπίσει και την οργή της συζύγου του που στη θέα του τού επιτίθεται με μια άνευ προηγουμένου, θεατρικά, οργή και ασταμάτητο βρισίδι, που αυτός δέχεται στωικά. Μέχρι την ώρα της κηδείας, που τελικώς θα αναβληθεί λόγω της καταρρακτώδους βροχής, θα αποκαλυφθούν κρυμμένα μυστικά που συνδέουν τους πρωταγωνιστές και φανερώνουν τις πιο σκοτεινές πτυχές τους. Ο Σοφοκλής έφυγε επειδή δυσφορούσε με το φύλο του, επειδή είναι gay, επειδή ήθελε να ζήσει ελεύθερα. Επειδή δεν γινόταν, αλλιώς, με την επιστροφή του να γίνεται η αφορμή για να επαναπροσδιοριστούν πολλά από όσα οι ήρωες θεωρούσαν ως δεδομένα, αλλά και χαμένα στη λήθη του χρόνου.
Όλα αυτά επισυμβαίνουν μέσα στη σάλα του σκυλάδικου (καταπληκτική δουλειά από τη Νατάσσα Παπαστεργίου τόσο στα σκηνικά όσο και στα κοστούμια), μέσα σε σύννεφα καπνού από τσιγάρα, επαναλαμβανόμενα μπινελίκια, άφθονο αλκοόλ, ήχους από ενισχυτές μπουζουκλερί του ’80 αλλά και πονηριά, συμφέρον, απληστία, αντιφάσεις και αμαρτίες. Που και που, όμως, και αρκετή ψυχή και ανθρωπιά, διότι αυτοί οι ανορίωτοι άνθρωποι διαθέτουν από όλα, έχουν μέσα τους και το καλό και το κακό.
Έτσι έχει η υπόθεση ενός έργου, το οποίο ένας εξωτερικός παρατηρητής, ένας άνθρωπος που δεν έχει περάσει έστω και ξώφαλτσα από το αλλοτριωμένο, σουρεαλιστικό, λούμπεν κοινωνικό συνονθύλευμα, ενδέχεται να θεωρήσει κάπως υπερβολικό. Κάθε άλλο. Ειδήσεις σαν κι αυτές περνούν όχι σπάνια από την εγχώρια ειδησεογραφία και φανερώνουν την ύπαρξη ενός διπολικού και ανισόρροπου κόσμου που ονειρεύεται, ξηγιέται, προδίδει, υποκρίνεται, ζει και πεθαίνει, με το ένα πόδι στον καθωσπρεπισμό και τις πατριαρχικές αξίες, με το άλλο στην «πουστιά», στη λαμογιά και το φανταχτερό δήθεν -δηλαδή τις «γυναικείες», τις «αδερφίστικες» αξίες, που αντιπροσωπεύονται κατά κόρον από άνδρες. Αυτό το μείγμα είναι η νέα ελληνική πραγματικότητα που ζούμε, αυτή η συνθήκη που αγαπούμε να μισούμε, αλλά και που όλους μας μάς αγγίζει λίγο – πολύ, είτε κατοικούμε στο Περιστέρι και την Ελευσίνα, είτε στο Παγκράτι και στη Γλυφάδα (συμβολικά γεωγραφικά τοπόσημα της υποκουλτούρας, του χιπστερισμού και του mainstream που αναφέρονται στο έργο).
Το κείμενο του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου είναι άρτιο, ευεξήγητο, ολοκληρωμένο δραματουργικά. Με ατμόσφαιρα που άλλοτε θυμίζει τις ταινίες του Οικονομίδη, άλλοτε το «Όλα είναι δρόμος» και το «Αυτή η Νύχτα Μένει», αλλά και λίγο στο βάθος την «Παραγγελιά», η αναπαράσταση του σκηνοθέτη Γιώργου Παλούμπη είναι γνήσια λαϊκή: Οι άνθρωποι της νύχτας, του απολυτήριου λυκείου (ή Γυμνασίου παλαιότερα), του πεζοδρομίου, γνωρίζουν τις αξίες και τις υπολείπτονται. Για κάποιο λόγο όμως -«όλα για κάποιο λόγο γίνονται»-, δεν τους έκατσε η μπίλια της ζωής για να τις τηρήσουν, να πορευτούν μαζί με αυτές. Αντιήρωες εκ συνθηκών, κουβαλούν μέσα τους στοιχεία που λειτουργούν ακυρωτικά στην ομαλή τους, τη «νορμάλ», κοινωνική τους ενσωμάτωση. Αυτό, όμως, δεν τους κάνει αναγκαστικά αντιπαθείς, καθώς πονάνε και συνταράσσονται από όσα τους συμβαίνουν. Επιπλέον, γνωρίζουν βιωματικά τη συμπερίληψη και την αποδοχή, δεν χρειάζεται να τους τη διδάξει κάποιος, γιατί συμβιώνουν χρόνια μαζί με «παρατράγουδα» κάθε είδους. Έχουν κάνει φτωχοί, κατατρεγμένοι, παρίες, ριγμένοι, και που και που το θυμούνται αυτό, κερδίζοντας τη συμπάθειά μας.
Ο ίδιος ο συγγραφέας (Τσιοτσιόπουλος), σαν άλλος Γιώργος Διαλεγμένος που κρατούσε στο εμβληματικό «Μάνα, Μητέρα, Μαμά» (εκεί γύρω στο 2010) που είχε γράψει, το ρόλο του ψευτόμαγκα Σωτηράκη, κρατά το ρόλο του Στέλιου, του γενικών καθηκόντων δεξιού χεριού του αφεντικού, που αποδεικνύεται και ο συναισθηματικός καταλύτης του δράματος, όντας ανοικτός στις νέες συνθήκες, στη συγχώρεση και στη συμφιλίωση. Βήμα που κάνει τελικώς και η Μαρία (Βασιλική Διαλυνά), η αμφιβόλου ηθικής τριτοκλασάτη φωνή του κέντρου και πρώην σύζυγος του Σοφοκλή, αποδίδοντας κωμικοτραγικά μια φιγούρα που μια δική της βραδιά είναι η μισή ζωή ενός κανονικού ανθρώπου. Τη δραματική ένταση αποφορτίζει ο αφελής και άδολος Μάκης (Θάνος Αλεξίου), που στο ρόλο του βοηθού μετρ έχει ένα αστείο για κάθε αμήχανη στιγμή. Ενώ, ο Στέλιος Δημόπουλος (Μίμης) απέδωσε πειστικά το ρόλο του αψύ και σκληρού, μικρού αδελφού του Σοφοκλή και εκκολαπτόμενου κεφαλιού της νύχτας, παρότι το rockability hairstyle δεν ήταν το πιο ενδεδειγμένο για εκείνον. Ο, δε, Στάθης Σταμουλακάτος (Σοφοκλής) σε κόντρα – ρόλο για αυτόν, τα καταφέρνει, αναμενόμενα, καλά, με τη γνωστή του στιβαρότητα και εκφραστική λιτότητα, αν και αποτελεί ζητούμενο η οπτική γωνία μέσα από την οποία θα ήθελε ο καθένας να δει τη «φυλομετάβασή» του στο σανίδι. Το μήνυμα, ωστόσο, έχει περάσει.
Πριν δύο-τρεις δεκαετίες, το ζητούμενο της ελληνικής κοινωνίας ήταν ο μικροαστισμός και οι δυσλειτουργίες που αυτός προξενούσε. Τώρα, η νέα ελληνική συνθήκη απογυμνωμένη από εξελικτικούς καλλωπισμούς και προγονόπληκτα αφηγήματα, πιο κυνική από ποτέ, κάνει τον μικροαστισμό να φαντάζει τόσο αθώος. Διότι το ερώτημα που θέτει το έργο δεν είναι απλώς η ανάγκη για αποδοχή και συμπερίληψη. Αλλά, ότι δεν γίνεται να υπάρξει πραγματική ελευθερία, όταν ένας άντρας που θέλει να ντύνεται με γυναικεία ρούχα (ή αντιστοίχως μια γυναίκα με αντρικά) δεν μπορεί να πάει στην (κανονική, συμβατική, συνηθισμένη) δουλειά του/της με αυτά. Πώς θα σας φαινόταν αν αύριο η ταμίας στο σούπερ μάρκετ έφερνε λίγο στον μανάβη της γειτονιάς και φορούσε περούκα; «Θα χαλούσε την αισθητική σας»; «Θα σας χάλαγε τη διάθεση»; Και ως πότε ο διαφορετικός σεξουαλικός προσανατολισμός θα λειτουργεί και ως κριτήριο κοινωνικού αποκλεισμού που εκφράζεται με τη νεoελληνική «σοφία»: «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει αρκεί να μην τον/τη/το βλέπω μπροστά μου» και «σίγουρα, δεν θέλω να έρθει ούτε στην κηδεία μου» (για να θυμηθούμε και την υπόθεση του έργου).
Αυτός είναι ο Κωλόκαιρος. Ένα δυνατό έργο για το παρόν, για τον κακό μας τον καιρό, την κρίση που διέρχεται το εσωτερικό μας μικροκλίμα και που δεν μας αφήνει να κάνουμε ένα βήμα μπροστά στην κατανόηση του εαυτού μας και των άλλων, το ταιριαστό φόντο της αποτυχίας μας ως κοινωνία, της έλλειψης ανθρωπιστικής Παιδείας (παρότι όλοι επαναλαμβάνουμε σαν παπαγάλοι ότι “όλα είναι θέμα Παιδείας”, ουδείς ενδιαφέρεται για αυτή), της ρηχότητας και της κενότητάς μας. Αλλά και ένα έργο που μπορεί να εξελιχθεί λίγο ακόμη και να εξελίξει και όλους εμάς…
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο: Αντώνης Τσιοτσιόπουλος
Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Παλούμπης
Μουσική: Κώστας Νικολόπουλος
Σκηνογράφος, Ενδυματολόγος: Νατάσσα Παπαστεργίου
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Σχεδιασμός ήχων: Ανδρέας Μιχόπουλος
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Παίζουν:
Σοφοκλής: Στάθης Σταμουλακάτος
Μάκης: Θάνος Αλεξίου
Μαρία: Βασιλική Διαλυνά
Μίμης: Στέλιος Δημόπουλος
Στέλιος: Αντώνης Τσιοτσιόπουλος
Παραστάσεις: Κάθε Τετάρτη στις 21:15, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 21:15 στις 19:00 (από τις 4/11: κάθε Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 21:30 και Κυριακή 21:15).
Θέατρο Χώρα, Αμοργού 20, Κυψέλη
Διαβάστε επίσης
Είδαμε τον «Φονιά» στο Θέατρο Βικτώρια