Ξαναδιαβάζοντας το έργο ζωής του Τζωρτζ Όργουελ ανακαλύπτουμε τις ανεξάντλητες εφεδρείες του και τα τραγικά επίκαιρα μηνύματά του, που πλέον ξεδιπλώνονται πιο καθαρά παρά ποτέ.
Η συμπλήρωση 70 χρόνων από τον θάνατο του Eric Blair, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Τζωρτζ Όργουελ (1903 – 1950), έχει πυροδοτήσει σε όλον τον κόσμο έναν καταιγισμό εκδόσεων των έργων του, των οποίων τα δικαιώματα έχουν περιέλθει σε κοινή χρήση -μπορούν δηλαδή να εκδοθούν δίχως άδεια. Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, με τρεις νεότευκτες μεταφράσεις και αρκετές επανεκδόσεις του δυστοπικού αριστουργήματος «1984». Στη νέα έκδοση του Μεταίχμιου με την εύστοχη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά μέσω της οποία είχαμε την ευκαιρία να επισκεφτούμε ξανά την Ωκεανία και τις πιο ζοφερές πτυχές του Ολοκληρωτισμού και της Παντεπόπτευσης του Μεγάλου Αδελφού, απαντήθηκαν κάποια ερωτήματα που παρέμεναν μερικώς απαντημένα και αποσαφηνίστηκαν ακόμη περισσότερο κάποια ζητήματα στο πεδίο των νοημάτων. Τώρα, όλα φαίνονται πιο καθαρά και το οικουμενικό αυτό έργο απελευθερώνει την πολυσημία του, παρότι λογοτεχνικώς δεν αποτελεί κορυφαίο έργο ούτε μπορεί να συγκριθεί με άλλα αντίστοιχου χωροχρονικού και ιδεολογικού πλαισίου (π.χ. το «Είναι και το Μηδέν» του Κέσλερ, ή την «Η Ανθρώπινη Μοίρα» του Μαλρώ). Και ενώ το «1984» έμοιαζε αρκετά με το έτος 1984 (και ακόμη περισσότερο με το 1994, το 2004 και το 2014), υπάρχει ένας πυρήνας οικουμενικών ιδεών πάνω στην ατελή φύση του ανθρώπου -που διαρκώς έχει πιο πολλές πιθανότητες να κάνει τα πράγματα χειρότερα, παρά καλύτερα- αλλά και στην εντεινόμενη αδυναμία του ως πολίτη, έναντι ενός πανίσχυρου κράτους, που δολοφονεί και εξοντώνει πνευματικά, ηθικά και σωματικά, με αυτή ακριβώς τη σειρά.
Υπό την επίδραση των σύγχρονων εξελίξεων στα social media αλλά και του παραλογισμού που φαίνεται να εξαπλώνεται στον πλανήτη σαν πανδημία, το έργο που γράφτηκε το 1948 αποκτάει μια νέα ζωή -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έφυγε ποτέ από την επικαιρότητα. Τώρα, όμως μπορεί να διαβαστεί και πέρα από μια κυνική και -κατά στιγμές- διασκεδαστική κριτική του Σταλινισμού αλλά και του Καπιταλισμού και του Ιμπεριαλισμού, αν και είναι μάλλον αδύνατο ο συγγραφέας του να είχε ποτέ αυτήν την πρόθεση. Ωστόσο, συνέβη. Και ενώ φαινομενικά η προφητικότητα του έργου εξαντλήθηκε στα φαινόμενα επιτήρησης και παρακολούθησης που έχουν εδραιωθεί ήδη από τα τέλη του 20ου αιώνα σε όλον τον δυτικό κόσμο και στην κατάχρηση της ψηφιακής τεχνολογίας, η ευρηματική του δύναμη είναι τέτοια που το κάνει να μοιάζει ανατριχιαστικά οικείο και ανεξάντλητο. Η αμφιθυμία, οι διπλές σκέψεις, οι περιπλοκές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η μίξη αλήθειας και ψέματος μέσα στην ίδια συνθήκη, στο ίδιο επιχείρημα, στην ίδια πρόταση, η ανάδειξη του ανορθολογισμού στο πιο λογικό μέσο για την επιβίωση, η πολιτική της διγλωσσίας, οι αταίριαστες συμμαχίες και οι παράδοξες συμπλεύσεις, οι ευφημισμοί και οι εξωραϊστικές ορολογίες που μοιάζουν να έχουν δημιουργηθεί από τους Μόντι Πάιθον είναι όχι μόνο το καθημερινό βίωμα του πρωταγωνιστή Γουίνστον Σμιθ, αλλά πλέον και το δικό μας, εδώ στο 2021.
Ασφαλώς, δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι όλα αυτά υποδαυλίστηκαν από την ετοιμοθάνατη ύπαρξη του Όργουελ, λόγω της φυματίωσης που τον κατέτρωγε μέρα με τη μέρα, αλλά και το τραχύ και αφιλόξενο σκηνικό της νήσου Τζούρα των εσωτερικών Εβρίδων όπου απομονωμένος έγραφε προσπαθώντας να προλάβει το χρόνο. Έγραφε ως ασθενής που ένιωθε τη ματαιότητα των πάντων, ως ανθρωπιστής που έβλεπε τον Πλανήτη να βυθίζεται στον παραλογισμό του Ψυχρού Πολέμου, ως άνθρωπος των Media που μπορούσε να αντιληφθεί βαθιά τον τρόπο λειτουργίας τους. Στην αρνητική έκβαση της υγείας του, αλλά και στις κακουχίες από τις ατελέσφορες νοσηλείες του που ακολουθούνταν από συναισθηματικές και διανοητικές εκλάμψεις, ενδεχομένως να μπορεί να αναζητηθεί το καθοριστικό γενετικό υλικό που διατηρεί αναλλοίωτη τη φρεσκάδα ενός έργου από τα λίγα (30, 40, 50) που οφείλει να διαβάσει ένας άνθρωπος πριν πεθάνει.