Το «νερό της ζωής» είναι το αποτέλεσμα μιας επίπονης διαδικασίας, όπου ο άνθρωπος και η Φύση συνεργάζονται σε κάποιο αποστακτήριο, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα ποτό με μυστήριο, καρδιά, φινέτσα, δύναμη και χαρακτήρα.
Η λέξη whisky προέρχεται από τη σύμπτυξη των λέξεων «uisge beatha» στα gaelic, δηλαδή στην αρχαία Σκωτική γλώσσα, η οποία έχει τη ρίζα της στα Αρχαία Ιρλανδικά, αμφότερες γλώσσες γεμάτες έπη και θρύλους. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ιστορία του νερού της φωτιάς, που είναι η ακριβής μετάφραση του ουίσκι.Ιστορικά, η πρώτη παραγωγή φέρεται να έγινε για πρώτη φορά στην Ιρλανδία, πιθανότατα στα τέλη του 11ου αι., αλλά η πρώτη γραπτή αναφορά ανευρίσκεται σε σκοτσέζικα αρχεία του 1494. Κανείς πάντως δεν αμφισβητεί ότι οι Ιρλανδοί ήσαν οι πρώτοι, με τους Σκοτσέζους να ξεκινούν γρήγορα την απόσταξη.
Στις αρχές του 18ου αιώνα ουίσκι άρχισε να παράγεται στον Καναδά και στις Η.Π.Α. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού με την καναδική βιομηχανία σκοτσέζικου ουίσκι, η οποία διογκώθηκε την εποχή της ποτοαπαγόρευσης στις Η.Π.Α., τη δεκαετία του 1930 (όταν στα σύνορα Η.Π.Α. και Καναδά το λαθρεμπόριο ουίσκι ήταν η πιο επικερδής δραστηριότητα), οι Σκοτσέζοι κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν προστασία ονομασίας προέλευσης για το scotch ουίσκι. Ουίσκι όμως παράγει εδώ και έναν αιώνα η Ιαπωνία (τα οποία μάλιστα παρουσιάζουν μιαν υποδειγματική πειθαρχία), αλλά και τις τελευταίες δεκαετίες η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία, η Σουηδία, η Ινδία, με ετικέτες που εκτιμώνται διεθνώς. Η επιστήμη της απόσταξης
Το ουίσκι, όπως και τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά, παράγεται από απόσταξη σπόρων (κριθαριού, βύνης, σίκαλης, σιταριού, καλαμποκιού κ.ά.) και νερό, αυτό όμως που το κάνει να διαφοροποιείται είναι η διαδικασία παλαίωσης, η ωρίμανση δηλαδή σε δρύινα βαρέλια για πολλά χρόνια. Η διαδικασία της απόσταξης είναι αρκετά περίπλοκη και διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του ουίσκι, το αποστακτήριο και την παράδοση της κάθε χώρας. Σε γενικές γραμμές, η πρώτη ύλη (το κριθάρι, για παράδειγμα, που χαρακτηρίζει τα σκοτσέζικα ουίσκι) διαβρέχεται για λίγες ημέρες σε μεγάλες δεξαμενές νερού μέχρι να εμφανιστούν οι φύτρες και να βυνοποιηθεί. Κατόπιν, οδηγείται στους φούρνους, όπου θα ψηθεί μαζί με τύρφη. Το τραγανό μείγμα οδηγείται σε τεράστια βαρέλια όπου θα του προστεθεί νερό πηγής και μαγιά, ο καταλύτης της ζύμωσης. Εκεί, τα σάκχαρα μετατρέπονται σε αλκοόλες και δημιουργείται ένας πηχτός χυλός, στον οποίο και θα βασιστεί η απόσταξη, σε κατά βάση χάλκινους αποστακτήρες. Το απόσταγμα θα αποθηκευτεί σε δρύινα βαρέλια και κάπου εκεί ξεκινά η διαδικασία της παλαίωσης, η οποία επηρεάζει το χρώμα, τα αρώματα, τη γεύση, την υφή, το βαθμό του αλκοόλ αλλά και την επίγευση, και διαρκεί τουλάχιστον τρία χρόνια. Σημειωτέον, το 2% του ετήσιου αποστάγματος που βρίσκεται στα βαρέλια, εξατμίζεται. Είναι το λεγόμενο «μερίδιο των αγγέλων». Η σημασία των βαρελιών είναι καταλυτική για το τελικό απόσταγμα. Η δρυς, το ξύλο από το οποίο αποτελείται υποχρεωτικά (εκ του νόμου) κάθε βαρέλι που φιλοξενεί ουίσκι, αποδίδει αργά, αλλά σταθερά αρώματα και γεύση στο απόσταγμα που φιλοξενεί, ενώ λόγω του ότι είναι πορώδες υλικό αλληλεπιδρά με το εκάστοτε περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται.
Κατηγορίες και είδηΥπάρχουν αρκετά είδη ουίσκι. Με βάση τον τρόπο παρασκευής και τις πρώτες ύλες, διακρίνουμε τρεις βασικές κατηγορίες, τα malt, τα blended και τα αμερικανικά ουίσκι. Τα malts παράγονται από κριθάρι και είναι πάντοτε προϊόντα ενός και μοναδικού αποστακτηρίου. Malts παράγει κατά κύριο λόγο η Σκοτία και λιγότερο η Ιρλανδία. Tα blended είναι προϊόντα ανάμειξης αποσταγμάτων από διαφορετικά βαρέλια, διαφορετικά αποστακτήρια και με διαφορετικό χρόνο παλαίωσης που έχουν ενωθεί σύμφωνα με τις υποδείξεις του master blender, του ανθρώπου δηλαδή που επιλέγει από ποια βαρέλια θα προέλθει το τελικό χαρμάνι. Τα αμερικανικά ουίσκι, τέλος, διαφέρουν τόσο ως προς τις πρώτες ύλες -εδώ πρωταγωνιστεί η σίκαλη, το καλαμπόκι και η βρώμη- όσο και ως προς το χρόνο παλαίωσης, που στις Η.Π.Α. είναι μεσοσταθμικά αισθητά μικρότερος. Οι χώρες που πρωταγωνιστούν στην παραγωγή ουίσκι είναι παραδοσιακά η Σκοτία, οι Η.Π.Α., ο Καναδάς και η Ιρλανδία, που δίνουν ποτά με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Πιο ήπια τα ιρλανδέζικα, πιο στιβαρά τα σκωτσέζικα, πιο γλυκόπιοτα τα αμερικανικά, αν και γενικεύσεις δεν μπορούν να γίνουν, μιας και κάθε αποστακτήριο έχει τη δική του μοναδικότητα.