Το Zeitgeist συνάντησε τους Ρένο Χαραλαμπίδη, Παναγιώτη Καλαντζόπουλο και Πέτρο Βουνισέα και μίλησε μαζί τους για τη φλόγα που καίει ακόμη και μετατρέπει την cult ταινία σε μιούζικαλ.
Πάμε λίγο πίσω, για να προχωρήσουμε μπροστά και για να καταλάβουμε καλύτερα το παρελθόν που ξεπροβάλλει, ολοζώντανο, στο παρόν.
2000: Πρώτη προβολή της δεύτερης ταινίας του Ρένου Χαραλαμπίδη, που παίζει και σκηνοθετεί και η οποία θάβεται από τους κριτικούς. Μια βόλτα στην άδεια Αθήνα των late ’90s που δεν συγκίνησε και πολλούς: εισπρακτική και καλλιτεχνική αποτυχία (αν το μέτρο είναι οι κριτικές ή τα εισιτήρια).
2022: Η ταινία γίνεται μιούζικαλ από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ). Μια ρομαντική και μεταμοντέρνα οπερέτα σε 34 σκηνές και 19 τραγούδια για ανεκπλήρωτους έρωτες, συλλέκτες στιγμών και φιλιά που δεν βρήκαν τον δρόμο τους, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου. Ο καταξιωμένος συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος που είχε γράψει και τη μουσική της ταινίας, δημιουργεί 16 νέα τραγούδια, σε λιμπρέτο του πολυτάλαντου Πέτρου Βουνισέα που υπογραφεί ή συνυπογράφει με το συνθέτη τους στίχους στα περισσότερα από αυτά και υπό το πάντα ονειροπόλο βλέμμα του Ρένου Χαραλαμπίδη στο ρόλο του αφηγητή.
Στο ενδιάμεσο (ιδίως μετά το 2010): Η ταινία ανακαλύπτεται και αγαπιέται από τη νέα γενιά και η φήμη της εξαπλώνεται μέσα από μικρά αποσπάσματα στο Youtube, προβολές σε θερινούς κινηματογράφους και ερασιτεχνικές λέσχες. Μια επιτυχία, που άργησε πολλά χρόνια, αλλά ήρθε, σε πείσμα της τότε κριτικής.
Για όλα αυτά και πολλά άλλα μιλάμε με τους τρεις βασικούς συντελεστές.
Ποιανού ήταν η αρχική ιδέα για τη μετεγγραφή του έργου σε μιούζικαλ;
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Τυχαία συνάντησα στη Νάξο τον Αλέξανδρο Ευκλείδη, τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, το 2018, και από εκεί ξεκίνησε μια κουβέντα. Η πρωταρχική ιδέα ήταν μιας φίλης μου. Ακολούθησαν ραντεβού, καφέδες, ώσπου κάποια στιγμή ήρθε ένα τηλεφώνημα «πάμε να το κάνουμε» από αυτόν. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη.
Ναι, αλλά γιατί αυτό το έργο; Τι το καθιστά επίκαιρο;
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Δεν ξέρω γιατί το έργο αυτό είναι επίκαιρο. Οι μόνοι που μπορούν να απαντήσουν είναι οι νέοι που έκαναν την ταινία από μια παταγώδη αποτυχία που ήταν, μια τεράστια επιτυχία μέσω του internet και του Youtube. Οι 20άρηδες και οι 30άρηδες ξέρουν καλύτερα. Και όταν το κάναμε δεν ξέραμε τι κάναμε, κέφια είχαμε -για να ‘μαι ειλικρινής.
Πόσο σου ανήκει το έργο αυτό, το μιούζικαλ, και πώς νιώθεις για την ετεροχρονισμένη (διαφαινόμενη) επιτυχία του;
Ρένος Χαραλαμπίδης: Έχω αφεθεί πλήρως. Είναι σαν να παντρεύω την κόρη μου. Είναι οι πίσω μου σελίδες που ταξιδεύουν μόνες τους και είναι σαν τα παιδιά του δρόμου, που φεύγουν από το σπίτι και χάνονται στις μεγαλουπόλεις. Ως προς την επιτυχία, είναι σαν να κέρδισες την κοπέλα με την οποία ήσουν ερωτευμένος στο Λύκειο, όταν έγινες 80 χρονών. Ναι, πάντα ένα φιλί έχει μια αξία, αλλά το σημαντικό είναι εκείνο το φιλί στην εφηβεία. Είναι μια καθυστερημένη επιτυχία, που ασφαλώς τη χαίρομαι.
Τι μαθήματα σου έδωσε η εμπορική αποτυχία του τότε και τι σε διδάσκει η διαφαινόμενη επιτυχία του σήμερα; Για την επιτυχία, τη δημιουργία, την κριτική;
Ρένος Χαραλαμπίδης: Η αποτυχία του τότε μου έδειξε να μη βιάζομαι να θρηνήσω. Ότι στον κόσμο του κινηματογράφου η σημερινή σου αποτυχία μπορεί να είναι η αυριανή σου νίκη. Και ότι μπορεί να υπάρξουν νίκες που οδηγούν σε αδιέξοδα και ήττες που ανοίγουν δρόμους. Διότι κατά έναν παράξενο τρόπο, όσο επιτυγχάνεις τους στόχους σου τόσο πρέπει να αυξάνεις την προσπάθεια. Με τις επιτυχίες μου τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα στο να βρω χρηματοδότηση, αλλά πιο δύσκολα στο να είμαι πρωτότυπος και επιδραστικός. Γιατί εκεί το κοινό ζητά από σένα όλο και περισσότερα.
Αρκετοί άνθρωποι διαβάζουν την ταινία σήμερα ως έναν ύμνο στην εναλλακτική κουλτούρα, στο «ζήσε καλύτερα με λιγότερα», στο δημιουργικό χασομέρι και σε ένα αριστερών αποχρώσεων life style. Εσύ όμως είσαι δηλωμένος νεοδημοκράτης και υποψήφιος παλαιότερα. Τι έχεις να πεις; Ρένος Χαραλαμπίδης: Τα «Φτηνά Τσιγάρα» είχαν κατηγορηθεί από πολλούς τότε ως μια απολιτίκ ταινία. Ως η ταινία ενός νεαρού που ήταν σε αφασία. Ως το δημιούργημα ενός ανθρώπου που δεν ενδιαφέρεται για την αλλαγή, την κοινωνική επανάσταση, αλλά μόνο για την πάρτη του. Ο ρομαντισμός, όμως, δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της αριστεράς. Ήταν μια γλυκιά αυθαιρεσία της σύγχρονης αριστερής σκέψης να θεωρήσει ότι η ταινία αυτή άνηκε μόνο στην αριστερά. Ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε ένα υπέροχο: «Το καλλιτεχνικό μου έργο εμπεριέχει τον αριστερό, ο αριστερός δεν εμπεριέχει εμένα». Κάπως έτσι νιώθω. Επειδή λοιπόν ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού μου ήταν στην αριστερά, όταν αποφάσισα να εκδηλωθώ πολιτικά ήξερα ότι θα χάσω τη συμπάθεια αρκετών. Αλλά και με τον Χατζιδάκι έγινε αυτό, και με τον Μίκη Θεοδωράκη και με τον Nick Cave πρόσφατα. Νομίζω ότι μια υγιής σχέση του δημιουργού με το κοινό του είναι που και που να του τη σπάει.
Τι κρατήσατε μουσικά από την ταινία και τι απορρίψατε; Ποια ήταν η προσέγγισή σας στο να δημιουργήσετε κάτι νέο που θα συνδέεται με το παλιό;
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Αισθάνομαι ότι κάνω κάτι από την αρχή, σαν να είναι ένα άλλο έργο. Δεν με ενδιέφερε να ανατρέψω κάτι, ούτε να κάνω κάτι που απέτυχε να πετύχει. Κάθε φορά αισθάνομαι ότι κάνουμε κάτι από την αρχή, και το μόνο πράγμα που θέλω είναι όλο μαζί να στέκει. Είτε κάνουμε έναν δίσκο είτε μια ταινία είτε μια παράσταση, με ενδιαφέρει όλα αυτά τα στοιχεία να ενωθούν μαζί και να προκύψει κάτι που να φτουράει.
Και ως προς το μουσικό ύφος; Τι θα ακούσουμε;
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Επειδή οι στίχοι είναι μια μελέτη στη βωμολοχία, προσπάθησα οι συνθέσεις να έχουν ευγένεια και να λειτουργήσουν ως αντίβαρο. Να γίνεται μια αντίστιξη. Από την ταινία κράτησα μόνο το θέμα με το πιάνο, που βγάζει έναν ερμαφρόδιτο ήχο.
Οι στίχοι γράφτηκαν πάνω στη μουσική;
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Σε μερικά γράφτηκαν οι στίχοι πάνω στη μουσική, σε άλλα το ανάποδο. Έχουν γίνει και τα δύο. Από αυτή την ένωση δεν νομίζω ότι έχει επικρατήσει κάποιος ή κάτι. Δεν είναι λάδι με νερό, είναι νερό με κρασί ή μίξη αυτή.
Πέτρος Βουνισέας: Τα τραγούδια που πλάσαμε μαζί με τον Παναγιώτη, φτιάχτηκαν και τοποθετήθηκαν σαν προβολείς που ψάχνουν τις μέχρι τώρα αθέατες πλευρές αυτής της νοητικής διαδρομής του 1999, προκειμένου να φέρουν στο φως έναν δεύτερο παράλληλο κόσμο που ζει πίσω από τις περιβόητες ατάκες του κειμένου. Από κει και πέρα, είναι στο χέρι του θεατή να αποφασίσει αν αυτά τα πλάσματα που παρελαύνουν στη σκηνή είναι η αντανάκλαση του αφηγητή σε διάφορες μορφές ή αν υπήρξαν πραγματικά κάπου μέσα σε εκείνη την άδεια Αθήνα, του τελευταίου Αυγούστου του 20ου αιώνα και το μυαλό του αφηγητή προσπαθεί να τα ξαναζήσει κάνοντας ένα ιδιότυπο μοντάζ στις αναμνήσεις του. Ποιος ξέρει, ίσως να συμβαίνουν και τα δύο μαζί.
Ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι από την παράσταση και γιατί;
Πέτρος Βουνισέας: Οι αγαπημένοι μου στίχοι είναι από το τραγούδι «Άνθρωποι ρε Θανάση» γιατί εκεί εκφράζεται η ισχυρή αντίθεση της Ιωάννας στα πατριαρχικά στερεότυπα που εκφράζει ο Θανάσης. Ο Θανάσης τραγουδά μεταξύ άλλων «δεν θέλω κυτταρίτιδα / φλοιό πορτοκαλιού / το δέρμα το τσαλάκα» και η Ιωάννα του απαντά «θα πάθεις ηπατίτιδα / απ’ τα σκατά που έχεις στο νου / πατριαρχικέ μαλάκα». Το ρεφραίν του τραγουδιού δηλώνει απλά και ξεκάθαρα ότι δεν μας χωρίζει τίποτα, ούτε φύλο, ούτε εθνικότητα, ούτε χρώμα, ούτε σεξουαλικότητα. Μας ενώνει όλους το πόσο ευάλωτοι είμαστε, πόσο ανήμποροι μπροστά στα αναπάντητα ερωτήματα του σύμπαντος και ταυτόχρονα πόσο δυνατοί γινόμαστε μέσα από αυτή την επίγνωση των αδυναμιών μας και της αέναης προσπάθειάς μας να τις ξεπεράσουμε: «Είμαστε άνθρωποι ρε συ / κάποιος μπορεί να σπάσει / ακόμα κι αν μείνουμε μισοί / άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι ρε Θανάση».
Με ποιο τρόπο προσέγγισες στιχουργικά το συγκεκριμένο έργο; Τι δεν τόλμησες να πειράξεις και τι προσπάθησες να εξελίξεις;
Πέτρος Βουνισέας: Τα «Φτηνά Τσιγάρα» περιέχουν ατάκες που έχουν γίνει πλέον μυθικές. Αλλά είναι πολλοί εκείνοι που βλέποντας αυτά τα αποσπάσματα ξανά και ξανά στο Youtube δεν μπορούν να αποκτήσουν μια πλήρη αίσθηση του έργου. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι αυτή η αποσπασματικότητα αποτελεί μέρος του dna της ταινίας (γιατί μοιάζει με τα κομμάτια από το σκόρπιο παζλ της ζωής μας που προσπαθούμε να τα ενώσουμε με τρόπο που να βγάζει νόημα). Η μέθοδος που προσέγγισα το συγκεκριμένο βαθύτατα φιλοσοφημένο για αυτό και αστείο κείμενο, ήταν να δω τι είναι αυτό που συνδέει αυτά τα αποσπάσματα. Κατά τη δική μου εκτίμηση, πρόκειται για θραύσματα ενός σπασμένου καθρέφτη που δείχνει έναν και μόνο άνθρωπο: τον αφηγητή του έργου, δηλαδή τον καθένα από εμάς. Ο αφηγητής λέει ότι «ο κόσμος στηρίζεται στο χάος κι εγώ θα τον διασχίσω χωρίς να ψάχνω μια λογική σειρά» και ο Νίκος, το alter ego του, τραγουδάει «εννιά, οκτώ επτά και έξι, το χάος τώρα δείχνει σέξι» σε μια δική του προσωπική αντίστροφη μέτρηση. Ο Νίκος «δεν χαλάει πολλή ενέργεια στο σεξ», ο Τάκης «θα χαρίσει το σπέρμα του στη φιλοσοφία» και ο Μανόλης φωνάζει με τον τηλεβόα του «δεν θέλω να γαμήσω, θέλω να ηρεμήσω». Και όλα μα όλα, οδηγούν στο τέλος στη ρήξη, στην αναπόφευκτη πτώση του έρωτα, είτε από φόβο είτε από δισταγμό είτε γιατί απλώς δεν ήταν ποτέ στα αλήθεια έρωτας. Ο κόσμος όμως συνεχίζει να γυρίζει, «να τραβάει μια τζούρα γερή από την κάθε στιγμή» όπως λέει και το τραγούδι της έναρξης, γιατί ζούμε σε έναν κόσμο με αναπόφευκτα φινάλε (όλα τελειώνουν, τα τραγούδια, οι παραστάσεις, οι έρωτες ακόμα και η ίδια η ζωή), αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο να λυπάσαι, αλλά αφορμή για να «κάνεις το τώρα γιορτή». Στόχος μου λοιπόν ήταν να κοιτάξω μέσα στο μυαλό του αφηγητή και να δω αυτά που ονειρεύεται, αυτά που επιθυμεί και αυτά που φοβάται.
Τελικώς, η ταινία ήταν μπροστά ή πίσω από την εποχή της; Ρωτάω γιατί από τη μια σήμερα καπνίζουν πολύ λιγότεροι άνθρωποι, από την άλλη οι περισσότεροι νέοι έχουν ένα life style που προσιδιάζει σε εκείνο που παρουσίαζε η ταινία, με τις βόλτες, τα λίγα χρήματα κ.λπ.
Ρένος Χαραλαμπίδης: Σε σχέση με το τότε και την επικαιρότητα, νομίζω ότι δεν ήταν ούτε μπροστά ούτε πίσω. Ήταν κάπου αλλού! Σε ένα δικό της προσωπικό σύμπαν, σε έναν αυτόνομο κόσμο. Ίσως στον υπερρεαλισμό των 90s που τότε ήταν σιωπηλός, διακριτικός και κρυφός. Τα «Φτηνά Τσιγάρα» δεν είχαν προφητική δύναμη σε σχέση με το κάπνισμα. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα υπάρξει μια εποχή όπου κανείς δεν θα μπορούσε να καπνίσει μέσα στα καφέ. Η ταινία πραγματεύεται το αιώνιο παρόν και έχει μια άμεση επικοινωνία με τον άνθρωπο που έχει καλή σχέση με το τώρα.
Πόσο και πώς επηρέασε η οικονομική κατάσταση του τότε και του σήμερα στο πώς διαβάστηκε και χωνεύτηκε η ταινία μέσα στα χρόνια, στο τότε και στο σήμερα;
Ρένος Χαραλαμπίδης: Την εποχή του μεγάλου γλεντιού κανείς δεν θα σταμάταγε τους χορούς πάνω στη μπάρα για να ακούσει ένα διακριτικό σφύριγμα. Ήταν εκτός momentum. Βέβαια, η ταινία γυρίστηκε χάρη στην τότε ευημερία. Υπήρχε ένα μικρό περίσσευμα, που μπορούσε να κατευθυνθεί σε μια ταινία τόσο underground. Ήμουν τυχερός από αυτήν την πλευρά.
Θεωρείς ότι αν ήσουν σε μια άλλη χώρα, θα αναγνωριζόταν πιο γρήγορο το ταλέντο σου και θα απολάμβανες μεγαλύτερης αποδοχής;
Ρένος Χαραλαμπίδης: Όχι, βέβαια. Ο ανταγωνισμός στις ΗΠΑ είναι τόσο μεγάλος που θα ήταν πολύ πιο δύσκολο. Με την πρώτη μου ταινία, το «No Budget Story», ταξίδεψα πολύ και διαπίστωσα ότι έπρεπε να τελειώνω με τις φαντασιώσεις μου, ότι δήθεν κάπου αλλού θα τα πήγαινα καλύτερα. Ποτέ κανείς δεν ξέρει, βέβαια.
Με δεδομένο ότι ασχολείσαι με αρκετά πράγματα των τεχνών και των γραμμάτων τι από όλα αυτά είσαι περισσότερο, θεωρείς; Και τι τα συνδέει όλα αυτά;
Πέτρος Βουνισέας: Είμαι όπου υπάρχουν λέξεις και ιστορίες γιατί αυτή είναι η ροπή μου, αυτός είναι ο δρόμος μου και ο προορισμός μου. Είμαι κατά περίσταση ποιητής, λιμπρετίστας, συγγραφέας, στιχουργός, σεναριογράφος αλλά είμαι καθ’ ολοκληρία ένας άνθρωπος γεμάτος ιστορίες που έχουν ανάγκη να ειπωθούν.
Ερμηνεύουν: Ρένος Χαραλαμπίδης, Θάνος Λέκκας, Χριστίνα Στεφανίδη, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Σοφία Κουρτίδου, Πάρις Θωμόπουλος, Ίαν Στρατής, Τάκης Βαμβακίδης, Δημήτρης Ναλμπάντης, Idra Kayne, Αθηνά Βρούβα.
Τη μουσική ερμηνεύουν ζωντανά οι μουσικοί: Σταύρος Λάντσιας (πιάνο), Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα), Χρήστος Ραφαηλίδης (βιμπράφωνο), Γιώργος Παλαμιώτης (μπάσο), Θανάσης Τσακιράκης, Χρήστος Βίγκος (κρουστά), Παναγιώτης Καλαντζόπουλος (κιθάρες).