Η συγκλονιστική και ζοφερή ιστορία πίσω από το υγρό που άλλαξε τον κόσμο και που οδήγησε στο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους που δούλευαν ως σκλάβοι για να το συλλέξουν.
Όταν η Δύση ανακάλυψε τις ιδιότητες του καουτσούκ, μια νέα εποχή ανέτειλε για την παγκόσμια οικονομία, οδηγώντας σε έναν ξέφρενο αγώνα έλεγχου του φυσικού πόρου. Οι ιδιότητες των καουτσουκόδεντρων της Νότιας Αμερικής, ήταν γνωστές για εκατοντάδες χρόνια στους ντόπιους πληθυσμούς, οι οποίοι κατασκεύαζαν διάφορα μικροαντικείμενα καθημερινής χρήσης με τα πρωτόγονα εργαλεία τους και τα επιδέξια χέρια τους. Δυτικοί περιηγητές κάνουν αναφορές στο καουτσούκ, από τον 16ο αιώνα και με το πέρασμα των ετών άρχισαν να εκμεταλλεύονται τον φυσικό πόρο και να κατασκευάζουν θερμοφόρες, αδιάβροχα, λαστιχένιες μπότες κ.ά. Ωστόσο, το καουτσούκ έγινε διάσημο μετά το 1880, με την ανακάλυψη του αυτοκινήτου, όπου πλέον ήταν απαραίτητο για την κατασκευή των τροχών κίνησης.
Το λευκό γαλακτώδες υγρό που εκκρίνουν συγκεκριμένα είδη δέντρων στον Αμαζόνιο, έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ιστορία και οικονομία, με τους δυτικούς να αψηφούν κάθε παράπλευρη απώλεια προκειμένου να το αποκτήσουν. Κοιτάζοντας πίσω, σε αυτές τις πτυχές της Ιστορίας, διαπιστώνουμε ότι τα θεμέλια του πολιτισμού της Δύσης -του λουστραρισμένου με μεγάλες δόσεις δημοκρατίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων- στηρίζονται επάνω στις ηλιοκαμένες πλάτες των αυτοχθόνων λαών.
Με δεδομένο το τεράστιο εκτόπισμα του εν λόγω φυσικού πόρου στην παγκόσμια οικονομία, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ απέβλεπε στο να υποβαθμίσει τη δυναμική της Ιαπωνίας που είχε κατακτήσει την αμερικανική αγορά, μέσω της παραγωγής από τη Μαλαισία. Για αυτό το λόγο, ο Αμερικανός Πρόεδρος εξαγόρασε έναντι αδρής αμοιβής τον δικτάτορα της Βραζιλίας, Ζετούλιο Βάργκας με αντάλλαγμα τον έλεγχο των εκτάσεων της Βραζιλίας. Η αμοιβή για την παραχώρηση αυτή μεταφραζόταν σε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια υπό μορφή δανείων, εξοπλισμών και δωροδοκιών προς την κυβέρνηση Βάργκας.
Όμως, η υφαρπαγή του φυσικού πόρου, ο χρηματισμός και η εδραίωση μιας δικτατορίας δεν είναι τα μοναδικά μελανά σημεία. Για να τηρηθεί η συμφωνία, τα δύο μέρη αψήφησαν τον ανθρώπινο παράγοντα οδηγώντας χιλιάδες Βραζιλιάνους στην εξαθλίωση και τον θάνατο. Την περίοδο 1942 – 43 περισσότεροι από 55.000 Βραζιλιανοί, κυρίως νεαρής ηλικίας, κάτοικοι των φτωχών νοτιοανατολικών περιοχών της χώρας, επιστρατεύθηκαν βίαια από την κυβέρνηση της χώρας, και εστάλησαν στον Αμαζόνιο να συλλέγουν καουτσούκ για τις ΗΠΑ. Οι αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές μάζευαν νεαρούς που τους έβρισκαν τυχαία στον δρόμο και τους επιστράτευαν ως «στρατιώτες του Καουτσούκ». Εκεί, καταμεσής του δρόμου, τους φόρτωναν στα καμιόνια και τους έστελναν στα βάθη του Αμαζονίου, με πρόσχημα τον πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξαναενώθηκαν με τις οικογένειες που άφησαν πίσω, οι περισσότερες από τις οποίες δεν έμαθαν ποτέ τι απέγιναν οι οικείοι τους…
Τα επίσημα στοιχεία δεν αναφέρουν πόσοι από τους εργάτες πέθαναν στον Αμαζόνιο, αλλά υπολογίζεται ότι οι μισοί από αυτούς χάθηκαν πριν από το 1945. Τσιμπήματα φιδιών και εντόμων, επιθέσεις άγριων ζώων, ηπατίτιδα, ελονοσία, κίτρινος πυρετός τους αποδεκάτιζαν. Πάλευαν για την επιβίωση σε απάνθρωπες συνθήκες, με ελάχιστη τροφή, ενώ παράλληλα οι βασανίζονταν και ξυλοκοπούνταν από τους «βαρόνους του καουτσούκ». Από τα μεσάνυχτα, αναγκάζονταν να συλλέγουν και να προετοιμάζουν τα δέντρα ενώ την υπόλοιπη μέρα να επεξεργάζονται το υγρό.
Οι «στρατιώτες του καουτσούκ», κρατήθηκαν όμηροι ακόμα και μετά τον πόλεμο, χωρίς δικαιώματα, χωρίς αμοιβή, σκλάβοι των «βαρόνων», υποχείρια των μεγάλων συμφερόντων. Όταν η δικαίωση έφτασε, ήταν πολύ λίγη και ήρθε πολύ αργά. Τα λιγοστά χρήματα της αποζημίωσης δεν αρκούν για να επουλωθούν τα τραύματα χιλιάδων οικογενειών, ενώ οι πενιχρές συντάξεις που δικαιούνται, σκαλώνουν ακόμα και σήμερα σε γραφειοκρατικά ζητήματα.
Αυτό είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της Ιστορίας της Λατινικής Αμερικής -ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ιστορία κάθε λαού που την μοίρα του την έχουν υποθηκεύσει οι ισχυροί. Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο στο εμβληματικό βιβλίο του «Οι Ανοιχτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής» γράφει: «Ήρθαν. Εκείνοι είχαν τη Βίβλο κι εμείς είχαμε τη γη. Και μας είπαν: Κλείστε τα μάτια και προσευχηθείτε. Κι όταν ανοίξαμε τα μάτια, εκείνοι είχαν τη γη και εμείς τη Βίβλο».