Τρεις πολυαναμένομενες παραστάσεις που ανεβαίνουν άμεσα και αποτελούν επιλογή για κάθε θεατρόφιλο που δεν μπορεί να σκεφτεί το καλοκαίρι χωρίς τη μέθεξη της παρακολούθησης μιας, τουλάχιστον, αρχαίας, τραγωδίας.
Φιλοκτήτης του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Μαρλέν Καμίνσκυ
Από τα μέσα Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα και από τις 4 Ιουλίου στην Αθήνα
Η Μαρλέν Καμίνσκυ σκηνοθετεί το έργο σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, με τον απαιτητικό ρόλο του πληγωμένου ομώνυμου ήρωα να ερμηνεύει ο στιβαρός Τάσος Νούσιας, ενώ στον ρόλο-πρόκληση του πολυμήχανου Οδυσσέα βρίσκουμε τη Μαρία Πρωτόπαππα, ενώ σε τόν του φιλόδοξου Νεοπτόλεμου αναλαμβάνει ο πολλά υποσχόμενος Γιώργος Αμούτζας. Μαζί τους ένας 6μελής χορός ταλαντούχων ηθοποιών.
Ο Σοφοκλής στον Φιλοκτήτη δραματοποιεί ένα επεισόδιο από τον Τρωικό Κύκλο, σύμφωνα με το οποίο ο Οδυσσέας και ο νεαρός Νεοπτόλεμος στέλνονται από τον Αχαϊκό στρατό στη Λήμνο για να φέρουν τον διάσημο τοξότη Φιλοκτήτη στην Τροία. Ο Φιλοκτήτης είχε εγκαταλειφθεί στο νησί πριν από 10 χρόνια εξαιτίας μιας ειδεχθούς πληγής που προκλήθηκε από δάγκωμα φιδιού. Τώρα όμως οι Αχαιοί μαθαίνουν πως σύμφωνα με μια προφητεία, εκείνος και το θεϊκό του τόξο είναι απαραίτητοι για την άλωση της Τροίας. Ο Οδυσσέας έχει ένα σχέδιο, αλλά η επιτυχία του εξαρτάται μόνο από τον Νεοπτόλεμο. Πρόκειται για ένα τολμηρό σχέδιο, με σοβαρές πιθανότητες να αποτύχει. Ωστόσο, η αποτυχία δεν αποτελεί επιλογή, καθώς για τους τρεις άνδρες και τους ναύτες του Νεοπτόλεμου δεν υπάρχει διαφυγή από το έρημο νησί πριν η αποστολή – μια αποστολή που επιτάσσει η μοίρα- εκπληρωθεί.
Γεμάτο συμβολισμούς και μεταφυσική φόρτιση, ο «Φιλοκτήτης» εξερευνά με τρόπο εντυπωσιακό τα ηθικά όρια στην επιδίωξη του οφέλους, της αριστείας και της δόξας. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αγγίζει το ζήτημα της υποχρέωσης του ανθρώπου απέναντι σε μια θεϊκή βούληση και στην ίδια του τη μοίρα, ενώ μελετά διεξοδικά τον σωματικό και συναισθηματικό πόνο και τη συσχέτισή τους με το μυαλό και το πνεύμα.
«Στον Φιλοκτήτη υπάρχουν τα προφανή ζητήματα της προσωπικής ηθικής ενάντια στην υποχρέωση προς μια εξουσία, καθώς και η εξερεύνηση του πόνου. Ωστόσο, αυτό που μου κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν τα μυθικά στοιχεία και τα σύμβολα του τόξου, της σπηλιάς, του φιδιού, ο περιβάλλοντας χώρος -τα κύματα και οι βράχοι, και το πώς αυτά επιδρούν στον ιστό της ιστορίας και των χαρακτήρων της. Ο απώτερος στόχος μου δεν είναι μόνο να δώσω τροφή για σκέψη, αλλά και τροφή για την ψυχή», υπογραμμίζει η σκηνοθέτιδα. Για να συμπληρώσει: «Οι άνθρωποι του 21ου αιώνα όλη μέρα χρησιμοποιούν ακατάπαυστα το μυαλό τους, στη δουλειά, στο διαδίκτυο, στις πάσης φύσεως υποχρεώσεις και προβλήματα. Αισθάνομαι, λοιπόν, την ανάγκη να πω μια ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε το κάλλος και το πνεύμα της να αναδυθούν στην επιφάνεια. Και δεν εννοώ την ευχάριστη ή την εύκολη ομορφιά, αλλά το κάλλος που βρίσκεται στην πάλη, στο άγριο, στα πιο σκοτεινά συναισθήματα. Το είδος εκείνης της ομορφιάς και της υπέρβασης που μπορεί να εμφανιστεί στις πιο τρομακτικές στιγμές».
Πέρσες του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά
15 & 16 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου
Με τους Πέρσες του Αισχύλου, την αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία (γραμμένη το 472 π.Χ), θα αναμετρηθεί φέτος ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς. Στελεχωμένη από μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών (Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου κ.ά.), προεξάρχουσας της καταξιωμένης Ρένης Πιττακή, που επιστρέφει στην Επίδαυρο μετά από 20 χρόνια, η παράσταση θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το τι συνιστά «κοινωνία», τι σημαίνει η επίμονη προσκόλληση στην εξουσία και η ανάγκη της πίστης σε έναν οδηγό, άνθρωπο ή θεό, μέσα σε έναν συντετριμμένο κόσμο.
«Ο άξονας μέσα από τον οποίο διαβάζω το έργο», σημειώνει ο σκηνοθέτης, «είναι η πορεία ενός λαού που από την απόλυτη πίστη, περνάει στην αμφισβήτηση και έπειτα στη σύγκρουση, μέχρι που φτάνει σε μια μανιακή, σπασμωδική αντίδραση. Ούτε η τυφλή πίστη λειτουργεί, ούτε και η τυφλή αντίδραση. Σαν να βλέπεις το ανέφικτο του κοινωνικού συμβολαίου».
Το κοίλον και η ορχήστρα ενώνονται για να «συμμετάσχουν» σε μια κοινή συζήτηση για την ήττα, τη δυσκολία της παραδοχής της και την αμηχανία της συνέχειας, με τη συμμετοχή εθελοντών που εισέρχονται σταδιακά στον χώρο, συνθέτοντας μια «κοινωνία» που αναζητά το νήμα της ύπαρξης μετά την καταστροφή, σαν αντικατοπτρισμός της παρούσας ιστορικής συγκυρίας.
«Οι Πέρσες είναι μια οποιαδήποτε κοινωνία: Είναι σαν να κάνεις μια ακτινογραφία της πλευράς του ηττημένου και μιας κοινωνίας που δεν ξέρει πώς μπορεί να συνεχίσει μετά από μια πανωλεθρία. Η δε Επίδαυρος λειτουργεί σαν ένα δημόσιο βήμα. Όπως σε μια πλατεία που βρίσκεται πιθανώς πολύ κοντά μας ή και σε κάποια άλλη χώρα, οι άνθρωποι συζητάνε για το πώς θα αντισταθούν και πώς θα κρατηθούν όταν έχουν χάσει πια όλα τα σημεία αναφοράς τους. Στους Πέρσες χάνεται η πίστη στον βασιλιά, έπειτα στην έννοια της μοναρχίας, μετά στον θεό και τελικά στην ίδια τους τη δυνατότητα να αντιδράσουν».
Την ίδια στιγμή, η Άτοσσα της Περσίας, την οποία υποδύεται η Ρένη Πιττακή, είναι «η ψυχρή ευγενική φωνή της εξουσίας» που με κάθε τρόπο θέλει να συντηρηθεί και να συνεχιστεί σε μια κοινωνία σχεδόν αποδεκατισμένη.
Αγαμέμνονας, του Ούλριχ Ράσε
22 & 23 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Έχοντας αναμετρηθεί στο πρόσφατο παρελθόν με το αρχαίο δράμα σε μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα (Επτά επί Θήβας, Αντιγόνη – 2017, Πέρσες – 2018, Βάκχες, Ηλέκτρα – 2019, Οιδίποδας – 2020), έρχεται για πρώτη φορά στην Επίδαυρο για να παρουσιάσει τη δική του ανάγνωση επάνω στον Αγαμέμνoνα και γύρω από μια περιστρεφόμενη σκηνή, με τους ηθοποιούς να χορεύουν, να τρέχουν και να μιλάνε σε μια απολύτως καλοκουρδισμένη χορογραφία, που θα εκτελείται υπό τους ήχους ζωντανής μουσικής με post rock στοιχεία.
Ένας αιώνιος κύκλος εκδίκησης και ανταπόδοσης. Κάθε σταγόνα αίματος που χύνεται πρέπει να εξιλεώνεται με νέο αίμα. Ο καθένας πιστεύει ότι το δίκιο και η θέληση των θεών είναι με το μέρος του και διαπράττει νέα λάθη. Κάπως έτσι, ο Αγαμέμνονας επιστρέφει στην πατρίδα του, μετά από δέκα χρόνια πολέμου κατά της Τροίας, ως θριαμβευτής ήρωας. Εδώ όμως τον περιμένει το μίσος της γυναίκας του Κλυταιμνήστρας και η επιθυμία της για εκδίκηση. Στον Αισχύλο η σύγκρουση μεταξύ Αγαμέμνονα και Κλυταιμνήστρας είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια διαμάχη μεταξύ συζύγων: είναι μια σύγκρουση για την εξουσία, μια μάχη της μητριαρχίας απέναντι στην πατριαρχία.
Ο Αγαμέμνονας του Αισχύλου είναι το πρώτο έργο της «Ορέστειας» (458 π.Χ.), της μοναδικής σωζόμενης αρχαίας τριλογίας, όπου περιγράφεται η επάνοδος του βασιλιά στην πατρίδα του, η υποδοχή και ο φόνος του, καθώς και ο φόνος της Κασσάνδρας την οποία είχε φέρει μαζί του ως «λεία του πολέμου» από την Τροία. Το έργο ολοκληρώνεται με την ικανοποίηση της Κλυταιμνήστρας για το γεγονός ότι σκότωσε εκείνον που είχε θυσιάσει την κόρη της, Ιφιγένεια. Ο Χορός όμως αφήνει να εννοηθεί ότι τίποτα δεν μένει ατιμώρητο, δίνοντας τη «σκυτάλη» στον Ορέστη για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη.
Λέει ο ίδιος σκηνοθέτης για το έργο: «Πριν από χιλιάδες χρόνια, ο Τάνταλος εξαπάτησε τους θεούς, ετοιμάζοντας ένα αποτρόπαιο γεύμα, με αποτέλεσμα να καταραστούν την οικογένειά του. Σε κάθε γενιά που ακολούθησε, οι απόγονοι του Τάνταλου δολοφονούνταν από τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς τους. Με εκδίκηση και μίσος, οι θεοί έθεσαν σε κίνηση ένα ασταμάτητο ντόμινο δολοφονιών που μόνο ο Ορέστης θα μπορούσε να τερματίσει. Έχοντας απολέσει σήμερα την πίστη στους θεούς, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν ασταμάτητο κύκλο βίας και ατελείωτων πολέμων. Μπορεί η “Ορέστεια” του Αισχύλου να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τους ορατούς και αόρατους μηχανισμούς της εξουσίας; Και τι μπορούμε να διδαχθούμε από αυτήν για να σταματήσουμε τους φόνους»;
Το έργο είναι μια συμπαραγωγή Residenztheater – Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και θα παρουσιαστεί με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους. Παίζουν: Liliane Amuat, Anna Bardavelidze, Pia Händler, Thomas Lettow, Max Rothbart, Lukas Rüppel, Noah Saavedra, Myriam Schröder, Moritz Treuenfels, Niklas Mitteregger.