Μερικές φορές σε αυτή τη χώρα νιώθω τη μοναξιά ενός δρομέα μεγάλων αποστάσεων. Ως έλληνας πολίτης συναντώ σχεδόν παντού εμπόδια. Διψάω! Οπλιστείτε με υπομονή και νερό…
Το «The Loneliness of the Long Distance Runner» είναι τραγούδι των Iron Maiden, ταινία του Τόνι Ρίτσαρντσον, διήγημα του Άλαν Σίλιτοου. Πρωταγωνιστεί ένας νεαρός από φτωχή συνοικία της Αγγλίας, ο οποίος βρίσκει σωματική και ψυχολογική καταφυγή στο τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων. Στην Ελλάδα, πάλι, αυτές οι λίγες αγγλικές λέξεις είναι μονάχα η διαχρονική πραγματικότητα.Οποιοσδήποτε κι αν είναι ο προορισμός, οποιοδήποτε κι αν είναι το πάθος στο οποίο θα επιλέξει να αφοσιωθεί κάποιος στην Ελλάδα, η διαδρομή του όχι μόνο δεν θα είναι εύκολη, αλλά θα δυσκολευτεί ασύμμετρα και αλόγιστα από άμεσα ή έμμεσα εμπόδια που στήνει στον δρόμο του η πολιτεία, επιτείνοντας την κούραση και προσθέτοντας μια αχρείαστη ψυχολογική φθορά. H στοιχειώδης στήριξη προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης της προσωπικότητας και την πολυθρύλητη αυτοπραγμάτωση (φαντασιακό λίκνο του δυτικού φιλελευθερισμού) θεωρείται εδώ συχνά πολυτέλεια, ακόμα και λαϊκισμός, μια αντίληψη που απλώνεται σαν μιαρή σκιά πάνω από όλα σχεδόν τα πεδία του δημόσιου βίου.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την οικογένεια: εν μέσω πλήρους εργασιακής ανασφάλειας και οικονομικής αβεβαιότητας, το βάρος για τη δημιουργία οικογένειας μετατίθεται στο ζευγάρι, και ιδίως στη γυναίκα, όπως άλλωστε είδαμε πρόσφατα και με την προκήρυξη του επικίνδυνου, οπισθοδρομικού συνεδρίου για τη γονιμότητα, που ακυρώθηκε κακήν κακώς μετά τις αντιδράσεις. Το κράτος σχεδόν απεκδύεται κάθε ευθύνης που έχει να κάνει με τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης μιας εν δυνάμει οικογένειας, καθιστώντας την επιλογή αυτή ζωής έναν φόρο αίματος προς τη διαιώνιση του Έθνους, επιδιώκοντας μάλιστα να φορτώσει και με τύψεις όσους λοξοδρομούν.
Και στην εκπαίδευση: όποιος επιθυμεί να σπουδάσει, πρέπει αυτός και η οικογένειά του να δαπανήσουν υπέρογκα ποσά στην παράλληλη ιδιωτική παιδεία, η οποία για δεκαετίες λειτουργεί όχι μόνο με την ανοχή, αλλά και τη συνέργεια σε μεγάλο βαθμό της πολιτείας. Είναι αδιαμφισβήτητο πως οι εκπαιδευτικοί των δημόσιων σχολείων καταβάλλουν διαχρονικά αξιοθαύμαστες προσπάθειες, διδάσκοντας σε γεμάτες τάξεις και κακοδιατηρημένα σχολεία, και ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο ο γράφων τούς χρωστά αιώνια ευγνωμοσύνη -ωστόσο, το σύστημα έχει διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι εξαιρετικά δύσκολη η αποφυγή της παράλληλης ιδιωτικής εκπαίδευσης, ακόμα και για ψυχολογικούς λόγους.
Και στην Τέχνη όμως: το κράτος διαχρονικά υποδύεται τον θεματοφύλακα μιας σπουδαίας πολιτισμικής και ιστορικής παρακαταθήκης, αδιαφορώντας στην πραγματικότητα, εξοργιστικά και απροκάλυπτα, για όλες τις μορφές της τέχνης και τους εκπροσώπους της. Και η αλήθεια είναι πως, ακόμα κι αν θεωρήσουμε πως αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός ο βιοπορισμός του εν Ελλάδι καλλιτέχνη από την τέχνη του, αυτό δεν σημαίνει πως το κράτος οφείλει να τον δυσκολεύει ακόμα περισσότερο ή να μην βοηθάει όπου μπορεί.
Καμία συνδρομή από την πολιτεία στις προσπάθειες π.χ. των συγγραφέων, ίσα ίσα μια θλιβερή και αποκαρδιωτική μιζέρια περιβάλλει τα τεκταινόμενα που αφορούν το πολύτιμο κατά τα άλλα βιβλίο, κανένα μεταφραστικό πρόγραμμα ώστε να διαδοθεί η πολυθρύλητη κατά τα άλλα ελληνική γλώσσα στο εξωτερικό, και ακόμα χειρότερα: ένα μειδίαμα ακολουθεί κάθε φορά όταν «ψελλίζεται» η απαίτηση από μεριάς των συγγραφέων να στηριχθεί οικονομικά η προσπάθειά τους.
Φυσικά, αυτό είναι και κοινωνικό ζήτημα που σχετίζεται με αντιλήψεις βαθιά ριζωμένες, οι οποίες πάντως σίγουρα επηρεάζονται από το πώς η πολιτεία αντιμετωπίζει και προβάλλει την τέχνη (περιθωριακά, εξωτιστικά, με μια υποτιμητική εντέλει μυθοποίηση). Το πλέγμα των αιτιών που ευθύνονται για τα παραπάνω είναι περίπλοκο και απαιτεί ανάλυση που δεν είναι δυνατή στις λίγες γραμμές ενός άρθρου: συνοπτικά πάντως, μπορούμε εύκολα να πούμε πως είναι ζήτημα προτεραιοτήτων.
Η Τέχνη, ακόμα περισσότερο το βιβλίο, απαιτεί ελάχιστους συγκριτικά πόρους, πράγμα που σημαίνει πως με λίγα χρήματα θα μπορούσαν να γίνονται πάρα πολλά και σημαντικά. Είναι χαρακτηριστικό πως σε χώρες των Βαλκανίων που δεν είναι πιο προηγμένες από την Ελλάδα (Βοσνία, Κροατία, Σερβία) οι συγγραφείς (φυσικά όχι άνευ κριτηρίων ούτε σπάταλα) έχουν παροχές που δεν επιβαρύνουν σε καμία περίπτωση τον όποιο κρατικό προϋπολογισμό, αλλά στέκονται πολύτιμη αρωγή στο απαιτητικό έργο της δημιουργίας, παροχές που εδώ αν υπονοηθούν θα βρεθούμε κατακλυσμένοι από δηλώσεις που απηχούν ένα ηχηρό ωχαδερφίστικο «ναι, αυτό είναι που μας λείπει».
Είναι λοιπόν ξεκάθαρα ζήτημα προτεραιοτήτων, όπως άλλωστε ισχύει σε πολλά. Ο πολίτης στην Ελλάδα, ό,τι κι αν αποφασίσει να ακολουθήσει, θα πρέπει να οπλιστεί με υπομονή και πολύ νερό, όχι μόνο λόγω της κοχλάζουσας ζέστης. Οφείλει να είναι έτοιμος να καταβάλλει δυσανάλογα μεγάλη προσπάθεια και να συναντά συνεχώς εμπόδια, εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκει εφαλτήρια. Και πάντα, όταν τρέχεις μεγάλες αποστάσεις, χρήσιμο μπορεί να σου σταθεί κι ένα γερό στομάχι.