Παρακολουθήσαμε το «Μην Κοιτάτε Πάνω» του Άνταμ ΜακΚέι για το οποίο μιλάει όλος ο πλανήτης και σας λέμε αν και γιατί πρέπει να κάνετε το ίδιο.
Η απάντηση είναι μονολεκτική: «Ναι!». Και εδώ τυπικά τελειώνει το κείμενο, καθώς πρόκειται για αναμφίβολα για μια διασκεδαστική κωμωδία με βιτριολικό χιούμορ και αστραφτερούς πρωταγωνιστές (Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Τζένιφερ Λόρενς, Κέιτ Μπλάνσετ, Μέριλ Στριπ, Τιμοτέ Σαλαμέ, Αριάνα Γκράντε, Μάθιου Πέρι) που χαίρεσαι να τους βλέπεις, και με τον χαρισματικό σκηνοθέτη Άνταμ ΜακΚέι («Το μεγάλο σορτάρισμα», «Vice: Ο δεύτερος στην ιεραρχία») σε τρομερά κέφια, να μην αφήνει τίποτα όρθιο, σαν τον κομήτη που απειλεί με καταστροφή τον πλανήτη μας στο φιλμ που προβάλλεται αυτήν την περίοδο σε κινηματογράφους και Netflix.
Το καταφανές της ποιότητας της ταινίας για όσους γνωρίζουν λίγο κινηματογράφο, φαίνεται και από το ότι το σύνολο, σχεδόν, της παγκόσμιας κινηματογραφικής κριτικής (και της ελληνικής) τη βαθμολόγησε ως μία τουλάχιστον καλή ταινία, κάπου εκεί γύρω στα 3 αστέρια ή πάνω από το 7. Παρόλα αυτά, αρκετοί εγχώριοι δημοσιολόγοι, αναλυτές γνώμες και λοιποί σχολιαστές που ποντάρουν στα trends της ποπ κουλτούρας για να ακουστούν διαφορετικοί και κόντρα στο ρεύμα, εξέφρασαν αρνητικές κριτικές, οι οποίες βασίζονται στην ιδέα ότι ο σκηνοθέτης άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη για να μιλήσει πιο βαθειά, αναλυτικά, επιστημονικά, πολιτικά, ριζοσπαστικά, ουσιαστικά (βάλτε όποιο επίρρημα θέλετε) για το μεγάλο θέμα της κλιματικής αλλαγής, της πανδημίας και του καπιταλισμού, ή ότι η ταινία είναι υποκριτική διότι την ίδια στιγμή η κινηματογραφική βιομηχανία και οι stars επιβαρύνουν το περιβάλλον με το life style τους (ταξιδεύουν συχνά αεροπορικώς π.χ.). Εδώ φυσικά και γενικά στα έργα της Τέχνης, ταιριάζει το «περί ορέξεως» του καθενός και της καθεμιάς, τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι.
Διότι, πρώτο βήμα κάθε σοβαρής κριτικής είναι να καταλάβει ο κρίνων τι είχε στο μυαλό του ο κρινόμενος, τι ήθελε να κάνει και να πει, και κατόπιν να εξετάσει αν αυτό που υλοποίησε ανταποκρινόταν στο σχέδιο. Το αν κάποιος ήθελε να δει κάτι άλλο ή είχε φανταστεί μια άλλη προσέγγιση από τον δημιουργό, είναι πραγματικά πολύ μικρής σημασίας, αλλά και εξαιρετικά αλαζονικό και εκκεντρικό από την πλευρά του. Αλαζονεία και μπουρδολογία (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους) που θα ήταν μικρότερη, αν κάποιοι από όλους αυτούς τους «αρνητές» έκαναν τον κόπο να διαβάσουν κάποια από τις συνεντεύξεις που έδωσε ο σκηνοθέτης στα ξένα μέσα, όπου εξηγεί τι θέλει να πει με τη νέα του ταινία.
Σε μια τέτοια πρόσφατη συνέντευξη, λοιπόν, στο περιοδικό GQ, ο Άνταμ ΜακΚέι παραδέχεται ότι το έργο του αποτελεί μια κριτική στην «αμερικανική βλακεία και παρακμή» (θυμηθείτε την εισβολή στο Καπιτώλιο από τους ψεκασμένους) και ότι η νέα του ταινία προσπαθεί να απεικονίσει την πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο «από αυτό το μείγμα του παράλογου, του φαρσικού, του τρομακτικού και του αληθινά θλιβερού» (θυμηθείτε τη σύσταση για κατάποση χλωρίνης ως μέτρο κατά του COVID). Όποιος υποστηρίζει ότι αυτά συμβαίνουν μοναχά στις ΗΠΑ, προφανώς είναι βαθειά νυχτωμένος, αρκεί να θυμηθεί τους θεματοφύλακες του Συντάγματος ή τα 600 δισ. ενός μικροαπατεώνα που απασχόλησε την κοινή γνώμη περίπου ως celebrity, εδώ στα δικά μας κατατόπια. «Η ταινία είναι μια αναλογία ή μια αλληγορία (ο κομήτης που χτυπάει τη Γη θα μπορούσε να λέγεται COVID) για την κλιματική κρίση», παραδέχεται ο ίδιος και επιδιώκει μέσω και του τέλους της να θορυβήσει το κοινό, ότι κάτι δεν πάει καλά, μέσα μας και έξω από μας. Και αυτό φυσικά δεν έχει σχέση μόνο με την τρύπα του όζοντος, το λιώσιμο των πάγων και την αύξηση της θερμοκρασίας. Έχει σχέση κυρίως με το ότι η πολιτική, οικονομική και τεχνολογική ελίτ που κρατάει το μέλλον του πλανήτη στα χέρια της είναι απολύτως κυνική και ανάλγητη, έχοντας διασφαλίσει τη δική της ευζωία και εξασφάλιση ακόμη και από τα πιο απρόσμενα και καταστροφικά γεγονότα, κοροϊδεύοντας στα μούτρα τους ανθρώπους και αδιαφορώντας για την ευημερία τους, μια στρατιά κοινωνιοπαθών ουσιαστικά που διαφεντεύει τον κόσμο. «Νομίζω ότι στην κοινωνία μας, oι περισσότεροι άνθρωποι τα φέρνουν πολύ δύσκολα. Οι μισθοί είναι σταθεροί εδώ και 40 χρόνια. Δεν έχουμε πραγματικά καθολική υγειονομική περίθαλψη. Όλοι είναι καταχρεωμένοι. Ο κατώτατος μισθός είναι ψίχουλα, η κυβέρνηση δεν κάνει κάτι», λέει ο ίδιος. Και αυτό, η ταινία το δίνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, γνωρίζοντας τους κώδικες αυτών των ελίτ, αλλά και τον τρόπο που λειτουργούν τα παλιά (TV) και τα νέα μέσα ενημέρωσης (SOME). Έτσι, όταν για παράδειγμα ο αστρονόμος (Ντι Κάπριο) που προσπαθεί να σώσει τον κόσμο αλλοτριώνεται από το σύστημα, αυτό γίνεται, όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης υποστηρίζει, γιατί αυτή είναι η τακτική που ακολουθούν τα Media προκειμένου να μετατρέψουν κάθε ξεχωριστό αντιδραστικό άνθρωπο σε celebrity ώστε να τον χειραγωγήσουν ευκολότερα (και αναφέρει μάλιστα και το παράδειγμα της Γκρέτα Τούνμπεργκ σχετικά). «Πολύς κυνισμός έχει διοχετευθεί στρατηγικά στην κουλτούρα μας στις ΗΠΑ από ομάδες δημόσιας δράσης και λόμπι, τύπου Americans for Prosperity, Fox News, ακόμη και σε κάποιο βαθμό από MSNBC και CNN», επισημαίνει ο ίδιος.
Στο τέλος της γραφής, η ταινία είναι ένα κάλεσμα σε κινητοποίηση, αφύπνιση και συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων, με όρους λογικής, αλληλεγγύης και ενσυναίσθησης, που πετυχαίνει τον στόχο της χωρίς να γίνεται σε κανένα σημείο διδακτική ή βαριά, μεταχειριζόμενη ουσιαστικά τους ίδιους κώδικες επικοινωνίας εκείνων που στηλιτεύει και παραμένοντας μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο κωμικοτραγικά διασκεδαστική, αλλά και όσο προβοκατόρικη ήθελε ο δημιουργός της.