Τρώμε γιατί είμαστε θλιμμένοι, χαρούμενοι, αγχωμένοι, εκνευρισμένοι, τρώμε γιατί τρώνε όλοι, τρώμε για να μην πάει χαμένο, γιατί θα λήξει, για να μην το φάει κάποιος άλλος;
Η πανάρχαια σχέση του ανθρώπου με το φαγητό έχει μετασχηματιστεί μέσα στο χρόνο και μια ολόκληρη βιομηχανία έχει οικοδομηθεί επάνω στα θεμέλιά της. Η τροφή, που άλλοτε αποτελούσε μια διαδικασία ανεφοδιασμού του σώματος με ενέργεια και θρεπτικά συστατικά άλλαξε, και πλέον κάθε πτυχή της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής περιστρέφεται γύρω από το φαγητό. Μάλλον όχι τυχαία.
Η βιομηχανία τροφίμων απευθύνεται σε ένα τεράστιο κοινό και τα ποσά που δαπανώνται ετησίως για διαφήμιση είναι δυσθεώρητα. Οι εταιρείες ανταγωνίζονται για να κατακτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα της αγοράς και χρησιμοποιούν κάθε διαθέσιμο μέσο, συνεπώς τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Στην επίτευξη αυτού του σκοπού, επιστρατεύουν και την ψυχολογία του φαγητού, τον κλάδο της συμπεριφορικής επιστήμης που στόχο έχει να ερμηνεύσει πότε, πώς, τι και γιατί τρώμε.
Έτσι, οι πληροφορίες που αφορούν τη διατροφή μας, γίνονται στα χέρια του μάρκετινγκ το εργαλείο μέσω του οποίου προσεγγίζει το αγοραστικό κοινό. Οι διαφημιστές αφού μελετήσουν το εκάστοτε target group, κατασκευάζουν προϊόντα και κατόπιν δημιουργούν και την ανάγκη να καταναλωθούν. Στην περίπτωση των τροφίμων, όλες οι διαφημίσεις στοχεύουν να προκαλέσουν την επιθυμία μας για μια νέα γευστική εμπειρία, συγκαλυμμένη με λέξεις που δηλώνουν ότι θα αγοράσουμε μια ποιοτικά ανώτερη τροφή, ενώ πρόκειται απλά για άλλο ένα επεξεργασμένο προϊόν, λίγο πολύ ίδιο με τα άλλα ομοειδή του.
Η διατροφική μας συμπεριφορά καθοδηγείται από μια πολύπλοκη διαδικασία κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, που ποικίλουν σε από άνθρωπο σε άνθρωπο, ανάλογα με το υπόβαθρο. Άρα, ο τόπος που ζούμε, ο τρόπος που έχουμε μάθει να τρώμε μεγαλώνοντας, οι κοινωνικές συναναστροφές, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, η μόρφωση, οι περιβαλλοντικές συνθήκες καθορίζουν τι θα βάλουμε στο καρότσι του σουπερμάρκετ, πώς θα το μαγειρέψουμε και πόσο θα φάμε. Ωστόσο, ο σημαντικότερος παράγοντας στις σύγχρονες κοινωνίες είναι το μάρκετινγκ, που μέσω της επιθετικής προβολής εκπαιδεύει το κοινό από πολύ μικρή ηλικία να καταναλώνει τροφή αλόγιστα, ώστε όταν φτάνει στην ενηλικίωση να έχει πλέον οικειοποιηθεί την πλασματική ανάγκη για ακόρεστη κατανάλωση.
Παράλληλα, το φαγητό έχει πάρει τη μορφή ανταποδοτικής συμπεριφοράς και συνδέεται με τη διάθεση και το συναίσθημα, μια καλά ριζωμένη αντίληψη στο ανθρώπινο υποσυνείδητο. Τρώμε γιατί είμαστε θλιμμένοι, χαρούμενοι, αγχωμένοι, εκνευρισμένοι, τρώμε γιατί τρώνε όλοι, τρώμε για να μην πάει χαμένο, γιατί θα λήξει, για να μην το φάει κάποιος άλλος. Έτσι, ενώ η διεργασία του εγκεφάλου ορίζει ότι τρώμε όταν πεινάμε, και σταματάμε όταν επέρχεται ο κορεσμός, αυτή η διαδικασία παύει να υφίσταται όχι λόγω κάποιας μεταβολής του οργανισμού, αλλά γιατί ο εγκέφαλος έχει εκπαιδευτεί να παρακάμπτει τη συγκεκριμένη ρύθμιση μέσω της συνεχούς προβολής κατανάλωσης τροφίμων. Παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο, έχουμε το φαινόμενο να τρώμε ενώ δεν πεινάμε ή ενώ έχουμε χορτάσει, ακόμα και να τρώμε ενώ δεν μας αρέσει ιδιαίτερα αυτό που γευόμαστε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σωματική και ψυχική μας υγεία.
Με αυτά τα δεδομένα, τα προϊόντα που βάζουμε στο καρότσι του σουπερμάρκετ και ο τρόπος που μαγειρεύουμε δεν είναι μια ελεύθερη επιλογή, απαλλαγμένη από εξωγενείς παράγοντες. Ειδικά, αν αναλογιστεί κανείς πόσες μαμάδες, ακόμα και σήμερα, πιέζουν το παιδί τους να φάει την τελευταία μπουκιά γιατί «είναι η δύναμή του», πόσοι μπαμπάδες επισημαίνουν στο λιγόφαγο νήπιο ότι «τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε», πόσες γιαγιάδες απειλούν τα εγγόνια ότι αν δεν το φάνε όλο θα «τα αρπάξει ο μπαμπούλας» ή πόσοι παππούδες αγοράζουν αχρείαστα γάλατα εβαπορέ γιατί «ήταν σε προσφορά» – όλα απόρροια ενός κατοχικού συνδρόμου που η μοντέρνα κοινωνία μας αδυνατεί να ξεπεράσει.
Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει να δαιμονοποιήσουμε τον κλάδο του μάρκετινγκ ή τους επιστήμονες που μελετούν τη διατροφική συμπεριφορά και να αποποιηθούμε κάθε ευθύνη για όσα μεταλαμπαδεύουμε στα παιδιά μας. Ούτε και το να στερηθούμε γευστικές απολαύσεις που μας κάνουν χαρούμενους, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, είναι λύση για την φρενήρη υπερκατανάλωση. Ίσως, το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να ακούσουμε το σώμα μας και να σεβαστούμε την ποσότητα και την ποιότητα τροφής που έχει ανάγκη, αντί να ξεκουμπώνουμε το παντελόνι για να μπορέσουμε να φάμε μια μπουκιά ακόμα…
Ακολουθήστε το zeitgeist.gr στο facebook για να ενημερώνεστε πρώτοι για τα νέα θέματα και να στηρίξετε την ποιοτική δημοσιογραφία, πατώντας like στο facebook banner που βλέπετε κάτω ή πάνω δεξιά.