Η πρώτη βιομηχανική πόλη της Ελλάδας, κρατάει κάτι από το χρώμα του παλιού καιρού. Χαμηλά σπιτάκια και εγκαταλελειμμένα κελύφη εργοστασίων κρατούν ακόμα τη θέση τους, μαχητές ενάντια στη φθορά του χρόνου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η γνωστή σήμερα Νέα Ιωνία και οι γύρω περιοχές ήταν σχεδόν ακατοίκητες. Απέραντες ελεύθερες εκτάσεις, βοσκοτόπια, χείμαρροι και κάπου κάπου λιγοστά χαμόσπιτα συνέθεταν το τοπίο. Τίποτα δεν προμήνυε ότι μια τραγική συγκυρία, ένα τρομερό γεγονός θα μεταβάλλει το τοπίο και η περιοχή αυτή θα πάρει το προσωνύμιο «Μάντσεστερ της Ελλάδας», λόγω της βιομηχανικής έκρηξης που θα ακολουθούσε στην πορεία.
Η ιστορική στιγμή που γράφτηκε ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή που, εκτός από τους χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους, είχε ως αποτέλεσμα και 1,5 εκατομμύριο εκτοπισμένους από τις εστίες τους. Το κύμα της μετανάστευσης ήταν πραγματικά υπέρογκο για τα δεδομένα του τότε ελληνικού κράτους που δυσκολευόταν να το διαχειριστεί.
Οι πρόσφυγες διασκορπίστηκαν, κάποιοι στην επαρχία και περισσότεροι στην Αττική δημιουργώντας μικρές γειτονιές από παράγκες, πλινθόκτιστα σπίτια, παραπήγματα. Έρμαια των καιρικών φαινομένων, των ασθενειών, των συνθηκών ακραίας φτώχειας χιλιάδες άνθρωποι πάλευαν να σταθούν στα πόδια τους.
Για την φιλοξενία τους, χτίστηκαν στη Νέα Ιωνία τα πρώτα 400 δωμάτια στέγασης και η περιοχή ονομάστηκε Νέα Πισιδία, προς τιμήν της χαμένης πατρίδας, της Πισιδίας Μικράς Ασίας. Τα δωμάτια όπως ήταν φυσικό δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες όλων των οικογενειών και οι αποζημιώσεις αποκατάστασης ήταν πενιχρές. Οι πρόσφυγες όμως συνέχισαν να παλεύουν.
Σύντομα, διαπιστώθηκε ότι νεοεισερχόμενος πληθυσμός εκτός από τα λιγοστά του υπάρχοντα κουβαλούσε και μεγάλη τεχνογνωσία σε κλωστοϋφαντουργία, ταπητουργία, βαμβακουργία και άλλα συναφή επαγγέλματα, ωθώντας την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για βιομηχανίες βασισμένες στις ικανότητες και τις γνώσεις των Μικρασιατών.
Η περιοχή της Νέας Ιωνίας θεωρήθηκε ιδανική λόγω των άφθονων νερών και της εγγύτητας με το κέντρο της Αθήνας και γρήγορα δημιουργήθηκε μια ταπητουργική βιομηχανία, κλάδος άγνωστος μέχρι τότε στην Ελλάδα. Η ελληνική ταπητουργία βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στις αγορές του εξωτερικού, όπως η Αμερική, και η ανάπτυξη ήταν αλματώδης. Με την πάροδο των ετών, τα εργοστάσια πολλαπλασιάστηκαν οι βιοτεχνίες άκμασαν, οι οικοτεχνίες δούλευαν ασταμάτητα. Η δραστηριότητα επεκτάθηκε και σε άλλα προϊόντα εκτός της ταπητουργίας και γύρω από τα εργοστάσια αναπτύχθηκαν δεκάδες άλλες επιχειρήσεις όπως μπακάλικα, κορδελοποιεία, βαφεία, κουρεία κ.ά. κάνοντας την περιοχή να σφύζει από ζωή και κίνηση.
Παράλληλα, στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η ανακάλυψη ενός μεγάλου κοιτάσματος λιγνίτη στην περιοχή της Καλογρέζας και του Νέου Ηρακλείου προσέλκυσε πλήθος νέων εργατών και η κοινότητα μεγάλωσε και πήρε οργανωμένη μορφή. Χτίστηκαν ναοί, ιδρύθηκαν αθλητικά και πολιτιστικά σωματεία, στήθηκαν ιατρεία. Τα πρώτα σχολεία στέγασαν τους μαθητές, που μάθαιναν γραφή και ανάγνωση καθισμένοι κάτω από τα δέντρα, σκυμμένοι πάνω από ένα κομμάτι μαυροπίνακα στηριγμένο στα γόνατά τους.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως ήταν αναμενόμενο, ανέκοψε τη βιομηχανική δραστηριότητα, όμως οι ισχυροί δεσμοί των επιχειρηματιών με τις αγορές του εξωτερικού βοήθησαν να ανακάμψει και να ξαναμπεί σε τροχιά ανόδου μετά το τέλος του πολέμου. Ο εμφύλιος που ακολούθησε, άφησε και αυτός το στίγμα του στην πορεία της τοπικής βιομηχανίας με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αλλοίωση του προσφυγικού χαρακτήρα του οικισμού, λόγω του ρεύματος εσωτερικής μετανάστευσης.
Φτάνοντας στη δεκαετία του 1950, υπολογίζεται, ότι στην περιοχή λειτουργούσαν περισσότερα από 500 εργοστάσια, βιοτεχνίες και οικοτεχνίες όπου απασχολούνταν περίπου 10.000 εργάτες, με τον χτύπο των αργαλειών να ακούγεται σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σπίτι.
Οι τρεις σταθμοί του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου το 1956, Περισσός, Πευκάκια, Νέα Ιωνία έδωσαν στην περιοχή υπερτοπικό χαρακτήρα αλλοιώνοντας περεταίρω τα πληθυσμιακά στοιχεία της περιοχής. Η δύση της δεκαετίας του ‘70, έφερε την αποβιομηχανοποίηση που οι εντατικοί της ρυθμοί άλλαξαν τη δομή της οικονομίας. Ο τριτογενής τομέας παραγωγής εδραίωσε τη θέση του παραγκωνίζοντας τη βιομηχανική παραγωγή, με ολέθριες συνέπειες για τους ανθρώπους που εργάζονταν επί δεκαετίες στα εργοστάσια. Οι μέχρι πρότινος προσφυγικοί οικισμοί, που αποτελούσαν το επίκεντρο της παραγωγής, άρχισαν να παρακμάζουν και να χάνουν τα πολιτισμικά τους στοιχεία. Σύντομα, τα χαμηλά σπιτάκια, τα χτισμένα από τα ροζιασμένα χέρια των Μικρασιατών προσφύγων, δόθηκαν βορά στην αδηφάγα αντιπαροχή. Πολυκατοικίες άρχισαν να ξεπηδούν απ’ άκρη σ’ άκρη και να καταπίνουν τους κήπους με τις γλάστρες από τενεκέ.
Μέσα σε όλη αυτή τη φρενήρη ιστορική πορεία, η ζωή των εργατών δεν ήταν ρόδινη. Τα χαμηλά μεροκάματα ωθούσαν τους γονείς να βάζουν τα παιδιά τους στην παραγωγική διαδικασία, όχι μόνο στις οικοτεχνίες αλλά και στα εργοστάσια, συχνά από την ηλικία των 9 και 10 ετών, αποκόβοντάς τα από το φυσικό τους περιβάλλον που ήταν το σχολείο.
Τα εργοστάσια, όπως και τα ανθρακωρυχεία της περιοχής, ήταν τα εκκολαπτήρια των αγωνιστών που πάλευαν να αφυπνίσουν συνειδήσεις και διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας,υψηλότερα ημερομίσθια, καθιέρωση του 8ώρου και της κυριακάτικης αργίας. Το συνδικάτο των κλωστοϋφαντουργών, με την ισχυρή παρουσία και επιρροή στις τάξεις των εργατών, έχει χαραχτεί στη συλλογική μνήμη σαν παράδειγμα αυτοθυσίας και ανιδιοτέλειας. Διωγμοί, ξυλοδαρμοί, εξορία, φακέλωμα ήταν τα μέσα για να καμφθεί ο αγώνας των ανθρώπων επάνω στους οποίους στηρίχθηκε η βιομηχανική παραγωγή. Σε αυτήν την πόλη γράφτηκε ιστορία, γράφτηκε εργατικός αγώνας.
Σήμερα, αν περπατήσεις στις γειτονιές της εργατούπολης με τη βαριά κληρονομιά, θα αντικρίσεις χαμηλά σπιτάκια με τα μυρωδάτα γιασεμιά τους σκαλωμένα στα κάγκελα των αυλών. Και αν δεις μερικά από τα κουφάρια των εργοστασίων που στέκουν ακόμα όρθια σε πείσμα του ανελέητου χρόνου, μην τα προσπεράσεις αδιάφορα. Άσε για λίγο το βλέμμα επάνω τους και αφιέρωσε μια φευγαλέα σκέψη σε αυτούς που πέρασαν τα χρόνια τους σκυμμένοι πάνω από τους αργαλειούς.
Και κάπως έτσι αυτή η πόλη αγαπήθηκε, τραγουδήθηκε από το παιδί της, Στέλιο Καζαντζίδη:
Φτωχιά μου Νέα Ιωνία / στα μάτια σου είδα το φως
στους δρόμους και στα καφενεία / ο κάθε φίλος αδερφός…
Διαβάστε επίσης
Ανθρακωρυχεία Καλογρέζας: Ιστορία με κάρβουνο και αίμα γραμμένη
Τα μυστήρια του κτηρίου της Ακαδημίας 58α
«1922 – 2022: 100 Χρόνια Μνήμης»: ένα συλλεκτικό λεύκωμα για τις χαμένες και τις νέες πατρίδες
Αυτό ήταν το αγαπημένο τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη