Το Zeitgeist ξεδιπλώνει την ιστορία του ουδέτερου ποτού που ξεσηκώνει τις καρδιές των ανθρώπων και που από τα μέσα του 20ου αιώνα πρωταγωνιστεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Η βότκα ανήκει στα λεγόμενα «λευκά ποτά» μαζί με το ρούμι, το τζιν και την τεκίλα. Κατάγεται κατά πάσα πιθανότητα από τη Ρωσία, αν και την πατρότητά της διεκδικούν και άλλες ανατολικές χώρες (Πολωνία, Σουηδία, Λιθουανία). Σήμερα, παράγεται σε περίπου τριάντα χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Η προέλευσή της βότκας παραμένει μυστήριο. Την πατέντα διεκδικούν Ρώσοι και Πολωνοί, αλλά ιστορική αδιάψευστη απόδειξη δεν υπάρχει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι φτιάχτηκε από μοναχούς, οι οποίοι ως γνωστόν είχαν ιδιαίτερη έφεση στην παρασκευή αλκοολούχων.Συγκεκριμένα, οι Ρώσοι υποστηρίζουν ότι ένας μοναχός ελληνικής καταγωγής ήταν ο πρώτος που παρήγαγε συστηματικά βότκα στο μοναστήρι που μόναζε, λίγο πριν το 1450. Ο εν λόγω μοναχός ονομαζόταν Ισίδωρος και έμαθε την τέχνη της απόσταξης στη Ρώμη, όπου είχε πάει ως απεσταλμένος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι Πολωνοί από την άλλη, ερίζουν για την πρωτιά, υποστηρίζοντας ότι επίσης ένα μοναστήρι προηγήθηκε στην απόσταξη τουλάχιστον 100 χρόνια. Ενδείξεις υπάρχουν και στο 12ο αιώνα, πάλι στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης. Όπως και να ‘χει κάπου εκεί κρύβεται η αλήθεια, καθώς η ίδια η λέξη προδίδει την καταγωγή. «Vodka», στις σλαβικές γλώσσες σημαίνει «νεράκι». «Voda» είναι το νερό και «ka» το υποκοριστικό του. Λογικό: το αναζωογονητικό υγρό είναι άχρωμο και διαυγές. Γενικώς πάντως, οι ρωσικές βότκες έχουν υψηλότερο αλκοολικό βαθμό και περισσότερα σάκχαρα, ενώ οι πολωνικές είναι πιο απαλές και στρογγυλές.
Στη Ρωσία, ωστόσο, οφείλεται σίγουρα η εξάπλωσή της, που ξεκίνησε τις εξαγωγές γύρω στο 1840 και δεν άργησε να καταλάβει τη Σκανδιναβία κι όλη τη βόρεια Ευρώπη. Στη συνέχεια, Ρώσοι και Πολωνοί, μεγάλοι ταξιδευτές, τη διέδωσαν διεθνώς κατά τη διάρκεια των μαζικών μεταναστεύσεων του 19ου και του 20ου αιώνα. Σε αυτό βοήθησε πολύ και η μόδα των κοκτέιλ από τη δεκαετία του ‘50 και μετά.
Απόσταξη, είδη & κατηγορίες
Η βότκα είναι προϊόν ψησίματος, ζύμωσης και απόσταξης δημητριακών (σιταριού, κριθαριού, σίκαλης, καλαμποκιού, ρυζιού), φρούτων (π.χ. σταφυλιών), τεύτλων αλλά και πατάτας. Το χρώμα της είναι διάφανο, έχει ουδέτερο άρωμα και γεύση και γι’ αυτό χρησιμοποιείται ευρέως στα κοκτέιλ, αν και καταναλώνεται και σκέτη· οι ανατολικοί λαοί συνηθίζουν να συνοδεύουν με αυτήν το φαγητό τους άλλωστε. Ο αλκοολικός βαθμός της κυμαίνεται σε μεγάλο εύρος, από 35% μέχρι 50%, με το στάνταρ της κλασικής ρωσικής βότκας να είναι οι 40 βαθμοί.
Σήμερα, πουλιούνται περί τα 4 δισεκατομμύρια φιάλες βότκα το χρόνο και υπάρχουν πάνω από 5.000 ετικέτες. Η ποικιλομορφία της προσφοράς είναι αξιοσημείωτη: βότκα σκέτη, βότκα λεμόνι, αχλάδι, πιπεράτη, σπινθηριστή και πολυτελείας. Οι απλές βότκες χωρίς πρόσθετα ονομάζονται pure. Εκείνες που προέρχονται από πολλαπλές αποστάξεις και φιλτραρίσματα ονομάζονται premium ή character. Υπάρχουν, επίσης, οι αρωματικές βότκες και οι βότκες λικέρ (με χαμηλότερο αλκοόλ και προσθήκη ζάχαρης). Τα τελευταία χρόνια, έχουν κάνει την εμφάνισή τους και οι super premium βότκες, που ξεχωρίζουν για την καθαρότητα αλλά και τη γεύση τους, που δεν είναι τόσο ουδέτερη, αλλά περιέχει νύξεις των δημητριακών (λ.χ., του σιταριού) από τα οποία έχουν προέλθει. Πάντως, μην εντυπωσιάζεστε από τον αριθμό των αποστάξεων ή των φιλτραρισμάτων που αναγράφονται στην ετικέτα. Αυτό που μετράει είναι η ποιότητά τους και τα μέσα που χρησιμοποιούνται.