Πολυδιάστατο, με πλούσια ιστορία και αμέτρητες αναφορές σε ναυτικούς θρύλους, πειρατές, αμπάρια, ορμητήρια και χαμένους θησαυρούς, το ρούμι είναι ένα ταξίδι από μόνο του, αλλά και ένα από τα πιο δημοφιλή spirits τα τελευταία χρόνια. Το Zeitgeist ξέρει να απολαμβάνει.
T o ρούμι ή αλλιώς «Nelson’s blood», «Kill–devil», «Demon water», «Rumbullion», «Pirate’s drink», είναι ένα από τα αρχαιότερα και πιο ποικιλόμορφα ποτά. Αν και κατάγεται από την Ασία (Ινδία ή Κίνα είναι οι πιθανές γενέτειρές του), σήμερα παράγεται κυρίως στα νησιά της Καραϊβικής και στη Νικαράγουα. Αυτό που καθιέρωσε το ρούμι ήταν μια απόφαση που ελήφθη το 1655, όταν, μετά την κατάκτηση της Τζαμάικα από το Βρετανικό Ναυτικό, η διοίκηση άλλαξε το ποτό που συνόδευε το γεύμα των πληρωμάτων από μπράντι σε ρούμι.
Το ρούμι φτιάχνεται από το ζαχαροκάλαμο και τα υποπροϊόντα του, όπως είναι η μελάσα και ο χυμός του, αφού προηγηθεί ζύμωση, απόσταξη και παλαίωση σε δρύινα βαρέλια, για την οποία τα 3 έτη θεωρούνται ως η ελάχιστη διάρκεια για ένα ποιοτικό απόσταγμα. Παλαιωμένα ρούμι αποκτούν μια τέτοια φινέτσα που μπορεί να τα περάσεις ακόμη και για μπράντι, καθώς μπορούν να φτάσουν ακόμη και τα 25 χρόνια στην παλαίωση.
Στις μέσα του 20ου αιώνα και ενώ η δημοτικότητα του είχε αρχίσει να φθίνει, ο Ernest Hemingway το ξαναέκανε επίκαιρο περνώντας αρκετά χρόνια της ζωής του στην Αβάνα και κάνοντας της μόδας διάφορα κοκτέιλ με βάση το ρούμι (κυρίως τα daiquiri και mojito). Στην Κούβα, ουσιαστικά, οφείλουμε το ότι το ρούμι έγινε κοκτέιλ και στην έκρηξη των κοκτέιλ, την υψηλή σύγχρονη κατανάλωση.
Η πατρίδα του ζαχαροκάλαμου καθορίζει σημαντικά τη γεύση του ποτού, καθώς η ποικιλία του φυτού, το έδαφος, οι κλιματολογικές και καιρικές συνθήκες έχουν αντίκτυπο στα επίπεδα των σακχάρων. Θεωρητικά υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες: τα λευκά (white rhum), που γίνονται με βάση τη μελάσα (δηλαδή τα απομεινάρια των ζαχαρότευτλων, αφού αφαιρεθεί ο γλυκός τους χυμός) και διακρίνονται για αρώματα καραμέλας, βανίλιας και γήινη αίσθηση του ξύλου.
Η δεύτερη κατηγορία είναι τα Rhum agricole, που παράγονται από τον φρέσκο χυμό των ζαχαροκάλαμων (και όχι από μελάσα) στις πρώην αποικίες της Γαλλίας και κυρίως στη Μαρτινίκα και τη Γουαδελούπη, αποτελώντας την πιο ξεχωριστή κατηγορία. Το αποτέλεσμα είναι πιο αρωματικό, σύνθετο, πολύπλοκο με νότες σοκολάτας, κακάο αλλά και αρωμάτων όπως η γλυκόριζα.