Το φαινόμενο της ελληνικής μουσικής στα 42 του επιστρέφει με νέο τραγούδι. Στο Zeitgeist εξήγησε πώς ένα όνειρο έγινε μια τεράστια καριέρα και αφηγήθηκε τις άγνωστες λεπτομέρειες του υπέροχου ταξιδιού του.
Είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, όταν στη ελληνική τηλεόραση κάνει πρεμιέρα μια πολύ ιδιαίτερη σειρά με τους Θεοφανία Παπαθωμά και Σταύρο Ζαλμά, το «Άγγιγμα ψυχής». Όμως πριν ακόμα ξεκινήσει η υπόθεση του πρώτου επεισοδίου, την εντύπωση κλέβει η μουσική των τίτλων. Μια υπέροχη μελωδία του Γιώργου Χατζηνάσιου συνδυάζεται άρτια με τους στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη και ερμηνεύονται εξαιρετικά από μία τότε άγνωστη φωνή. Ήταν η αρχή μιας λαμπρής πορείας για τον σχεδόν εικοσάχρονο τότε Μιχάλη Χατζηγιάννη που μόλις είχε φτάσει στην Ελλάδα από την Κύπρο, μετά από πρόταση του Χατζηνάσιου. Στο πέρασμα του χρόνου, ξεδιπλώνει και το συνθετικό ταλέντο του και συνεργαζόμενος με σημαντικούς στιχουργούς, όπως η Ελεάνα Βραχάλη, ο Νίκος Μωραΐτης, η Λίνα Νικολακοπούλου και άλλοι, δημιουργεί ένα εξαιρετικό ρεπερτόριο με διαδοχικές επιτυχίες που κατακλύζουν τα ραδιόφωνα και γεμίζουν συναυλιακούς χώρους. Λίγο πριν συμπληρωθούν 23 χρόνια από την πρώτη φορά που βρέθηκε στην Αθήνα για το ξεκίνημά του, μιλάει αποκλειστικά για το τότε και το τώρα στη μουσική και στη ζωή του.Πού γεννήθηκες; Τι θυμάσαι περισσότερο από τον τόπο που μεγάλωσες;
Γεννήθηκα στη Λευκωσία, κατάγομαι όμως από την κατεχόμενη, δυστυχώς, Κερύνεια. Μεγάλωσα στο κέντρο της πρωτεύουσας και πήγα δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο σε δημόσια σχολεία. Από την παιδική μου ηλικία έχω όμορφες αναμνήσεις. Είχαμε την χαρά και την ευκολία να μαζευόμαστε και να παίζουμε ποδόσφαιρο και μπάσκετ στις μεγάλες αυλές των σχολείων. Οι γονείς μου, ως πρόσφυγες, δούλεψαν σκληρά -όπως όλος ο προσφυγικός κόσμος- για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μη μας λείψει τίποτα. Τότε δεν το καταλάβαινα, αλλά μεγαλώνοντας αντιλήφθηκα τις δυνάμεις και τις αντοχές αυτών των ανθρώπων που έκαναν δύο και τρεις δουλειές, για να προσφέρουν σε εμένα και την αδελφή μου τη μέγιστη δυνατή φροντίδα και μόρφωση.
Τι απαντούσες όταν σε ρωτούσαν «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις»;
Ένα από τα πρώτα δώρα που μου έκανε ο πατέρας μου ήταν μια κιθάρα, ένα κιθαρόνι ιδανικό για ένα παιδί επτά ετών, όπως ήμουν τότε. Από την πρώτη στιγμή που το πήρα δεν σταμάτησα να το παιδεύω ούτε λεπτό. Όταν με ρωτούσαν λοιπόν «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;», απαντούσα σε χρόνο ενεστώτα: «Μα είμαι κιθαρίστας».
Έγινες γνωστός στο κοινό μέσα από τη συνεργασία σου με τον Χατζηνάσιο για το Άγγιγμα Ψυχής. Ήσουν ιδιαίτερα νέος. Μπορείς να μας περιγράψεις τη γνωριμία σας και την πρώτη σας κουβέντα;
Ο κύριος Χατζηνάσιος με είδε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1998, όταν εκπροσώπησα την Κύπρο στη Eurovision. Με αναζήτησε τηλεφωνώντας στο σταθερό του σπιτιού μου, αλλά δεν ήμουν εκεί γιατί υπηρετούσα ακόμη τους τελευταίους μήνες της στρατιωτικής μου θητείας. Απάντησε η μητέρα μου. Έκπληκτη, συγκινημένη αλλά και ενθουσιασμένη, τον ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον και ζήτησε το τηλέφωνό του για να επικοινωνήσω μαζί του με την πρώτη ευκαιρία. Στην πρώτη μου έξοδο, βέβαια, τον κάλεσα. Θυμάμαι ακόμη και τώρα το γλυκό και γεμάτο ζεστασιά χρώμα της φωνής του όταν μου έλεγε, «μου άρεσε πολύ αυτό που είδα και άκουσα στην τηλεόραση. Έχω ετοιμάσει κάτι που θέλω να δοκιμάσουμε μόλις μπορέσεις». Τον ευχαρίστησα με την καρδιά μου, εμφανώς συγκινημένος, και μετά από λίγους μήνες, μία μέρα μετά την ολοκλήρωση της θητείας μου, συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του ’98, ήρθα στην Αθήνα όπου θα γινόταν η πρώτη μας συνάντηση. Είχα ήδη κανονίσει να μείνω στο σπίτι ενός συγγενή μου. Πρώτη φορά στην Ελλάδα, δεν γνώριζα καλά τις περιοχές. Φτάνω στο σπίτι, ξεμπερδεύω με τα πράγματα και τα χαρτιά, χωρίς να έχω καταλάβει πού βρίσκομαι, και παίρνω ταξί. Έχω τη διεύθυνση στο χέρι και πάμε ψάχνοντας, με αποτέλεσμα να καθυστερήσω λίγο στο ραντεβού. Με καλό τρόπο, μού έκανε παρατήρηση επειδή είχα αργήσει. Του εξήγησα την ταλαιπωρία μου με τις διαδικασίες του ταξιδιού και το πόσο δύσκολο ήταν να βρω τη διεύθυνση όπου είχαμε το ραντεβού. Τότε, χτυπώντας με στην πλάτη φιλικά είπε: «Καλά. Όμως, αύριο που έχουμε στούντιο, θα έρθω εγώ να σε πάρω και θα είμαστε στην ώρα μας». Αυτή ήταν η πρώτη μας συνάντηση που επεφύλασσε για μένα ένα δώρο, το τραγούδι «Άγγιγμα Ψυχής», αλλά και μια υπέροχη, διετή συνεργασία δίπλα στον σπουδαίο μαέστρο που αποδείχτηκε μεγάλο σχολείο.
Η άμεση και μεγάλη επιτυχία σου πυροδότησε τη ματαιοδοξία της νιότης;
Στην ηλικία των 20 δεν το νιώθεις ως ματαιοδοξία. Περισσότερο το αντιλαμβάνεσαι σαν ένα τεράστιο ρεύμα ενέργειας για αυτό που θέλεις πραγματικά να κάνεις. Είσαι γεμάτος όνειρα και αγάπη.
Τι έχει αλλάξει στην ελληνική μουσική σκηνή και τι μέσα σου, από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα;
Ο τρόπος διάθεσης και διανομής της μουσικής έχει αλλάξει, σχεδόν οριστικά! Από το βινύλιο περάσαμε στο cd και από εκεί βρισκόμαστε πια σήμερα στην ψηφιακή διάθεση της μουσικής στο διαδίκτυο. Κάτι ανάλογο έγινε και με τον κινηματογράφο. Από την τρομερή επικράτηση της βιντεοκασέτας, πήγαμε στο DVD και αμέσως μετά στις μεγάλες τηλεοπτικές πλατφόρμες. Κατά κάποιο τρόπο (και ως ένα σημείο) οι γρήγορες και μεγάλες εξελίξεις στην τεχνολογία επηρεάζουν και ίσως διαμορφώνουν τον δικό μας τρόπο λειτουργίας. Παρ’όλο που μερικές φορές νοσταλγώ εκείνη την εποχή γιατί έχει ταυτιστεί με το δικό μου ξεκίνημα και μου φέρνει όμορφες αναμνήσεις στο μυαλό, μέσα μου η μουσική δημιουργία είναι μια δυναμική διαδικασία που συνεχώς εξελίσσεται. Ως εκ τούτου, προσαρμόζομαι στις καινούριες συνθήκες και τάσεις που ήδη υπάρχουν αλλά και θα έρθουν. Σε καμιά περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι δικαιολογούνται εκπτώσεις στην ουσία και το περιεχόμενο της μουσικής μας.
Ποια είναι η συναυλία (σου) που έχεις απολαύσει περισσότερο από κάθε άλλη;
Έχω απολαύσει πολλές και για διαφορετικούς λόγους σε κάθε γωνιά της χώρας μας, όσο και στο εξωτερικό σε κάθε σημείο όπου υπάρχει ελληνική ομογένεια. Η κάθε συναυλία αποτελεί από τη φύση της ένα είδος τελετουργικού που ακριβώς επειδή είναι ζωντανό η ενέργεια που κυλάει είναι κάθε φορά διαφορετική.
Κάποιες στιγμές παραχώρησες τραγούδια σου για διαφημίσεις. Ένοιωσες να απομονώνονται αυτά τα κομμάτια από κάποια ραδιόφωνα ή έστω να μην παίζονται τόσο συχνά όσο πριν, εξαιτίας της εμπορικής συνεργασίας;
Ποτέ δεν ένιωσα να απομονώνονται αυτά τα τραγούδια από κάποιο ή κάποια ραδιόφωνα. Νομίζω ότι τα τραγούδια είχαν την αυτόνομη δυναμική τους και όπως φάνηκε στο χρόνο έμειναν και αγαπήθηκαν και από τα ραδιόφωνα, αλλά κυρίως από τον κόσμο.
Σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, συνηθίζεις να θέτεις μακροπρόθεσμους στόχους, να ονειρεύεσαι ή απλά αφήνεις τη ζωή να έρθει όπως θέλει;
Όπως καταλαβαίνεις, τώρα είναι περισσότερο εποχή που οι μακροπρόθεσμοι στόχοι μοιάζουν λίγο μακρινοί ή περιττεύουν, γιατί η ανθρωπότητα έχει πολύ σημαντικότερα και άμεσα θέματα να αντιμετωπίσει. Από την άλλη πλευρά όμως, όσο μεγαλώνω, μεγαλώνει και η ανάγκη μου να βάζω στόχους. Αισθάνομαι ότι ο καθένας μας μπορεί να βάλει το λιθαράκι του ώστε η ζωή όλων να γίνεται καλύτερη. Φροντίδα για τον άνθρωπο, τη φύση, τη γη -το σπίτι όλων μας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αναπτύσσεται και η καλλιτεχνική μου έφεση. Αυτό προσπαθώ με όσες δυνάμεις διαθέτω.
Στο πέρασμα των χρόνων, βλέπουμε ότι σε πολλά τραγούδια διατηρείς σταθερές συνεργασίες με στιχουργούς, όπως η Ελεάνα Βραχάλη και ο Νίκος Μωραΐτης. Αυτό οφείλεται μόνο στον καλό στίχο ή παίζουν ρόλο κι άλλοι παράγοντες;
Το άρτιο μουσικό αποτέλεσμα είναι μια πολύ λεπτή διαδικασία. Είναι μια σχέση λόγου, μουσικής και ερμηνείας. Όταν αυτά τα τρία συμπλεύσουν τότε γεννιέται κάτι αληθινό. Ταυτόχρονα τόσο δύσκολο αλλά και τόσο υπέροχο όταν το βλέπεις να πετυχαίνει. Οι αγαπημένοι συνεργάτες και φίλοι που ανέφερες, αλλά και αρκετοί άλλοι, ήταν κοινωνοί σε όλη αυτή τη διαδρομή, έχοντας ζήσει μαζί τους πολύ δημιουργικές στιγμές.
Θυμάσαι κάποια ωραία ιστορία από τη συνεργασία σας;
Ο τρόπος που γεννήθηκε το κομμάτι «Βυθός». Θυμάμαι, μόλις είχαμε ολοκληρώσει στο στούντιο τον δίσκο «Ακατάλληλη Σκηνή». Φεύγω για το σπίτι μου, αλλά στο μυαλό μου, για αρκετή ώρα πηγαινοερχόταν επίμονα μία μελωδία. Πριν καλά καλά φτάσω στο σπίτι, ειδοποιώ τους φίλους και συνεργάτες μου, να μείνουν λίγο ακόμα στο στούντιο. Αναρωτιόντουσαν αν είχε συμβεί κάτι ή αν ξεχάσαμε κάτι. «Τιποτα, τίποτα, μην ανησυχείτε. Έρχομαι» είπα. Φτάνω στο στούντιο, αλλά είχαν ήδη κλείσει τα μηχανήματα, με μοναδικό διαθέσιμο όργανο ένα παλιό αρμόνιο Casio. «Μια χαρά, μου φτάνει» είπα. Γράφω τη μελωδία και τη στέλνω κατευθείαν στην Ελεάνα. Μέσα σε δέκα λεπτά μού είχε απαντήσει με μήνυμα! Ήταν οι στίχοι. Τόσο απλά γεννήθηκε ο Βυθός.
Όσο για τον Νίκο, ήταν κάπου στο 2005, μπορεί και 2006, όταν μου τηλεφώνησε. Κανονίσαμε ραντεβού για το επόμενο μεσημέρι στον Κεραμεικό, κατά τη διάρκεια του οποίου είπε ότι εντοπίζει λαϊκά στοιχεία στη φωνή μου και ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να πω ένα τραγούδι με λαϊκό «χρώμα». Παρόλο που αγαπώ πολύ το λαϊκό τραγούδι, είχα επιφυλάξεις για το αν μπορούσα να το υποστηρίξω. Εκείνος επέμεινε λέγοντας, «μην ανησυχείς. Μια χαρά θα τα πας. Μέχρι αύριο θα σου στείλω κάτι στίχους που θα σε οδηγήσουν θες δεν θες εκεί». Πράγματι την επόμενη μέρα είχα τους στίχους. Ήταν το «Δεν Φεύγω», και όντως οι στίχοι του με οδήγησαν αμέσως στη μελωδία και στο αποτέλεσμα που ξέρουμε.
Ακούστε εδώ το νέο του τραγούδι, Με την Πρώτη Στάλα, μια επανεκτέλεση του θρυλικού τραγουδιού του Φίλιππου Νικολάου από τη δεκαετία του ’70.
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος – Μουσική: Μίμης Πλέσσας