Το Zeitgeist κάνει βουτιά στο Seaspiracy, το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ του Netflix που πέφτει στα βαθιά της εντατικής αλιείας και το οποίο συζητούν όλοι.
Το ντοκιμαντέρ Seaspiracy που προβάλλεται στο Netflix εδώ και λίγες εβδομάδες αναδύθηκε σαν γιγάντιο κύμα στις οθόνες μας και έσκασε με παφλασμό, προκαλώντας αναταραχή. Και ενώ ντοκιμαντέρ για ωκεανούς και υδάτινα οικοσυστήματα έχουν υπάρξει δεκάδες στο παρελθόν, κανένα δεν είχε τον αντίκτυπό του. Μπήκε αμέσως στο TOP-10 σε περισσότερες από 30 χώρες μέσα στην πρώτη εβδομάδα, ενώ η υποστήριξη από διασημότητες, ομάδες ακτιβιστών και σοκαρισμένους καταναλωτές έχει προκαλέσει φουρτούνες στην παγκόσμια βιομηχανία αλιείας.Τι λέει το Seaspiracy σε λίγες γραμμές; Ότι ενώ περιβαλλοντικές οργανώσεις και κυβερνήσεις έχουν ρίξει το βάρος στην εξάλειψη του πλαστικού και έχουν αναγάγει -αν όχι υποκριτικά σίγουρα ατελέσφορα- το καλαμάκι του φραπέ σε υπ. αριθμόν 1 φονέα των ωκεανών και της θαλάσσιας ζωής, η οργανωμένη, εντατική, συνεχής και εξαντλητική αλιεία έχει αποψιλώσει τους βυθούς και έχει προξενήσει τεράστια οικολογική καταστροφή. Και ότι όπως σε κάθε περίπτωση διαφθοράς, έτσι κι εδώ, το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι, καθώς κυβερνήσεις και προβεβλημένες οικολογικές οργανώσεις και ΜΚΟ δεν κάνουν απολύτως τίποτα για όλα αυτά. Όταν δεν τηρούν σιγή ιχθύος αναμασούν λέξεις κενές, όπως αποδεικνύεται, περιεχομένου όπως «βιωσιμότητα», «πιστοποίηση», «αειφορία» κλείνοντας τα μάτια μπροστά στο ότι η αλιεία με τον τρόπο που ασκείται είναι επιζήμια για τον πλανήτη, την κλιματική αλλαγή, τις ζωές όλων, αλλά και υπεύθυνη για τον θάνατο εκατομμυρίων δελφινιών, φαλαινών και θαλασσοπουλιών κάθε χρόνο.
Πρόκειται για ένα ριψοκίνδυνο ταξίδι μιάμισης ώρας που αξίζει να παρακολουθήσει κάποιος. Το Seaspiracy ρίχνει δίχτυα στην Ιαπωνία, η οποία πρόσφατα επέτρεψε ξανά τη φαλαινοθηρία, συνεχίζει με την αλιεία καρχαριών στην Κίνα και τις μηχανότρατες που σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, περνάει από τα ιχθυοτροφεία σολομού στη Σκωτία, φτάνει μέχρι την Ταϋλάνδη, τις “ματωμένες γαρίδες” και τη σύγχρονη δουλεία των εργαζόμενων στα καΐκια της Ασίας, ενώ δεν αφήνει απέξω τη βαρβαρότητα που επιδεικνύουν οι κάτοικοι των νησιών Φερόε στα κήτη που εξόκειλαν, αλλά ούτε τη μαύρα αγορά και την υπεραλίευση του τόνου.
Ασφαλώς, υπάρχει και αντίλογος -χλιαρός μάλλον. Το ντοκιμαντέρ κατηγορήθηκε από τους επικριτές του (ανάμεσά τους και οι New York Times) ότι η αφηγηματική του τεχνική θολώνει τα νερά, ρίχνοντας άδεια για να πιάσει γεμάτα σε συνεντεύξεις με ανυποψίαστους επιστήμονες και αγαθούς εκπροσώπους ισχυρών ΜΚΟ. Αλήθεια, πώς αλλιώς ένα ντοκιμαντέρ – γνήσιο προϊόν της ερευνητικής δημοσιογραφίας θα μπορούσε να φέρει στην επιφάνεια όλα τούτα; Πώς υποτίθεται ότι θα έβγαζε λαυράκι; Από τις αποστειρωμένες ανακοινώσεις και τα δελτία Τύπου, όπου μέχρι και το «και» για να εκδοθεί έχει περάσει από έγκριση; Ή μήπως με ερωτήσεις που θα είχαν δοθεί από πριν για να προετοιμάσουν κατάλληλα τις απαντήσεις τους οι θιγόμενοι; Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλα τα θέματα που τίθενται αναπτύσσονται επαρκώς, διεξοδικά και με επιστημονική ακρίβεια. Η δύναμη της εικόνας υπερισχύει του τεκμηριωμένου λόγου κάτι που συνήθως λειτουργεί κατά της αλήθειας και υπέρ της δημιουργίας εντυπώσεων. Ας μην πνιγούμε, όμως, σε μια κουταλιά νερό. Τα βασικά ζητήματα που θέτει το ντοκιμαντέρ είναι αδιαμφισβήτητα σοβαρά και είναι βέβαιο ότι η Generation Z, του βιγκανισμού και της ηθικής κατανάλωσης, θα το λάβει πολύ σοβαρά υπόψη. Πιθανότατα, θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στις βιομηχανίες θαλασσινών, αλιείας και υδατοκαλλιέργειας τους επόμενους μήνες και χρόνια, και από ό,τι φαίνεται ένα καινούριο δίλημμα (ή μήπως δόλωμα) εμφανίζεται στον αφρό της καθημερινότητά μας ζητώντας απάντηση: είναι ηθικό να τρώμε πλέον ψάρια και θαλασσινά που προέρχονται από την οργανωμένη αλιεία;