Μια απίστευτη ιστορία αυθεντικού πατριωτισμού που εμπνέει και υπενθυμίζει ότι οι ομογενείς δεν αποκαλούνται τυχαία, το «καλύτερο κομμάτι του Ελληνισμού». Σπάνιες φωτογραφίες με φόντο το λιμάνι της Νέας Υόρκης.
Ήταν Οκτώβριος του 1912 όταν ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, ο οποίος αν και διήρκησε μόνο μερικούς μήνες (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1013), άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες. Ο σκοπός του πολέμου ήταν η εκδίωξη των Οθωμανών από την Βαλκανική χερσόνησο και η ανακατανομή των εδαφών της περιοχής, καθώς τους προηγούμενους αιώνες η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καρπωθεί μεταξύ άλλων και μεγάλο τμήμα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Οι διπλωματικές ζυμώσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από το τέλος του 19ου αι. όμως πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες και τα ενδιαφερόμενα μέρη (Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα) να καταλήξουν σε συμμαχία.
Έτσι, περίπου 800.00 στρατιώτες, εκ των οποίων οι 125.000 ήταν Έλληνες, βρέθηκαν στα χαρακώματα και στην πρώτη γραμμή του μετώπου, οπλισμένοι με τυφέκια και ξιφολόγχες για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό, συχνά σε μάχες στήθος με στήθος. Απέναντί τους, είχαν περίπου 350.000 Τούρκους στρατιώτες εξοπλισμένους και εκπαιδευμένους από την τότε Γερμανική Αυτοκρατορία.
Και ενώ τα Βαλκάνια ετοιμάζονταν για πόλεμο, στις ΗΠΑ οι Έλληνες ομογενείς φορτισμένοι συναισθηματικά από τη νοσταλγία για την πατρίδα αλλά και από τον αλυτρωτισμό που καλλιεργούταν συστηματικά από καταβολής του Ελληνικού Κράτους, ένιωθαν την ακατανίκητη ανάγκη να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να βοηθήσουν στον ιερό σκοπό.
Υπολογίζεται ότι 25.000 Έλληνες μετανάστες, που με πολύ κόπο είχαν καταφέρει να μετοικήσουν στις ΗΠΑ, μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και επέστρεψαν στην Ελλάδα για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Πολλοί από αυτούς, είχαν ήδη υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό πριν φύγουν για τις ΗΠΑ και ως έφεδροι αισθάνονταν χρέος τους να υπηρετήσουν τη γενέτειρά τους.
Παράλληλα, οι έρανοι που οργάνωναν οι Ελληνίδες μετανάστριες σε όλες τις ΗΠΑ για τη συγκέντρωση χρημάτων, έβρισκαν ενθουσιώδη ανταπόκριση, συγκεντρώνοντας ένα αστρονομικό ποσό για την εποχή, που διατέθηκε εξ ολοκλήρου για τις ανάγκες του πολέμου.
Η επιστροφή στην Ελλάδα για τις χιλιάδες των μεταναστών δεν ήταν εύκολη. Εκτός από το όποιο ψυχικό κόστος είχε αυτή η απόφαση, καθώς έπρεπε να αφήσουν πίσω τη ζωή που με κόπο είχαν χτίσει, είχε και οικονομικό κόστος. Για μπορέσουν να έρθουν στην Ελλάδα και να πολεμήσουν χρειάστηκε να πληρώσουν μόνοι τους ένα υπέρογκο ποσό για τα ναύλα, τη στολή και τον οπλισμό τους.
Έτσι, χιλιάδες Ελληνοαμερικανοί από όλη την ήπειρο φόρτωναν σε κάρα και φορτηγά τα τελείως απαραίτητα και κατευθύνονταν προς τις αποβάθρες της Νέας Υόρκης για να επιβιβαστούν στα πλοία με προορισμό την Ελλάδα.
Ήταν ήδη προετοιμασμένοι για όσα θα ακολουθούσαν, καθώς διάβαζαν με λαχτάρα τις ανταποκρίσεις από την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη για την ολοένα εντεινόμενη κρίση στα Βαλκάνια. Η αγάπη τους για την πατρίδα και το υψηλό αίσθημα καθήκοντος συνετέλεσε στο να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των ελληνικών μαχόμενων δυνάμεων στον πόλεμο. Ορισμένοι από αυτούς είχαν μαζί τους στα πεδία των μαχών την αμερικανική σημαία 48 αστέρων, ενώ υπήρχαν και αρκετοί που πολέμησαν με στολές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μετά το τέλος του πολέμου πολλοί κατάφεραν και επέστρεψαν στις ΗΠΑ και άρχισαν να χτίζουν ξανά τη ζωή τους. Όσοι δεν τα κατάφεραν, είτε γιατί τραυματίστηκαν είτε γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν το εισιτήριο της επιστροφής, έμελλε να ζήσουν τον Εθνικό Διχασμό και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Διαβάστε επίσης
Ο πόλεμος του πετρελαίου
Ο πόλεμος του καουτσούκ
Από τη Γιάλτα στο Ντονμπάς: Ο πόλεμος και το μοίρασμα της Ευρώπης
Το ματς που σταμάτησε τον πόλεμο