Χάρισαν αίγλη και αναγνώριση στην περιοχή της Τοσκάνης, αλλά δημιούργησαν και μια σχολή γεύσης και υπέρτατης απόλαυσης. Το Zeitgeist βλέπει το ποτήρι γεμάτο και παρουσιάζει το όραμα που έγινε παγκόσμιο.
Τα εν λόγω κρασιά δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 70’ από την ανάγκη κάποιων οραματιστών οινοπαραγωγών να δημιουργήσουν κρασιά που να μπορούν να ανταγωνιστούν τις εμβληματικές ετικέτες του Μπορντώ και του γαλλικού αμπελώνα. Η ιστορία τους ξεκινάει μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν στη φάρμα San Guido (στο Bolgheri της Τοσκάνης) ο Μαρκήσιος Mario Incisa della Rocchetta, ευγενής της περιοχής που ασχολιόταν κατά βάση με την εκτροφή αλόγων, αποφασίζει να φτιάξει ένα κρασί σαν το Chateau Latour. Βρίσκει κλήματα, τα φυτεύει και ξεκινάει δειλά μια οινική περιπέτεια που θα τον έκανε παγκοσμίως γνωστό.
Το 1968 ο ίδιος Μαρκήσιος ζητά από τον Giacomo Tachis να αναλάβει οινολογικά την παραγωγή του κρασιού και το Sassicaia βγαίνει στην παραγωγή. Την ίδια περίοδο η οικογένεια των Antinori αποφασίζουν να επενδύσει σε ποικιλίες που για την Τοσκάνη ήταν απαγορευμένες από το νόμο. Τα αποτελέσματα τους δικαιώνουν και ποικιλίες όπως, Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc, Petit Verdot, Syrah αποτελούν πλέον κοινό τόπο για τους τοπικούς παραγωγούς. Και μόνο η εκτεταμένη χρήση του Cabernet Sauvignon αρκούσε για να αλλάξει την παραδοσιακή συνταγή σε κάτι μοντέρνο. Πυκνά, συμπυκνωμένα κρασιά στην όψη, αλλά βελούδινα στην γεύση. Οίνοι για μακριά παλαίωση, που μπορούν όμως να καταναλωθούν και σε νεαρή ηλικία.
Tα κόκκινα κρασιά της Τοσκάνης ή Super Tuscans ξεχωρίζουν για το πυκνό ρουμπινί τους χρώμα, για τις βελούδινες τανίνες, το ρωμαλέο αλλά όχι επιθετικό σώμα, τα αρώματα κόκκινων φρούτων και μπαχαρικών που εναλλάσσονται με νότες δέρματος. Επίσης για τον υψηλό αλκοολικό τους βαθμό, τη μικρή παραγωγή και την ανάλογη τιμή, που ξεκινάει από μερικές δεκάδες ευρώ και μπορεί να φτάσει και χιλιάδες. Γνωστές ετικέτες είναι τα Tignanello, Solaia, Ornellaia, Montevertine, Le Stanze Poliziano, La Gioia, EA Ripa, Refigaffi.
Τα Super Tuscans αρχικά αντιμετωπίστηκαν με προβληματισμό από την τοπική κοινότητα. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από το ότι έφερναν καινά δαιμόνια στην Τοσκάνη, όπου το όχι υψηλής ποιότητας, παραδοσιακό και γραφικό κιάντι (Chianti) στην ψάθινη φιάλη, ήταν συνώνυμο του ιταλικού κρασιού. Η κίνηση της δημιουργίας των Super Tuscans στη δεκαετία του 70’ συμπαρέσυρε όλους τους παραγωγούς. Ξεκίνησε ένας άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ των νεαρών τότε οινολόγων όπως ο Renzo Cotarella, ο Ambrogio Folonari, ο Vittorio Fiore, ο Carlo Ferrini, ο Marco Pallanti για το ποιος θα πιστωθεί πρώτος την επιτυχία. Ολα τα παραπάνω δημιούργησαν μια τάση με ποιοτική κατεύθυνση. Προσεκτική επιλογή στους κλώνους, στρεμματικές αποδόσεις, νέες οινοποιήσεις και τεχνικές. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 χρειάστηκαν περίπου είκοσι χρόνια για να αναγνωριστούν οι προσπάθειες και να δημιουργηθεί αυτό που σήμερα λέμε Super Tuscans.
Μέχρι τις αρχές του ’90 τα Super Tuscans άνηκαν στη πολύ γενική κατηγορία των Vino da Tavola, των επιτραπέζιων οίνων δηλαδή. Η συνεχόμενη όμως εμπορική τους επιτυχία αλλά και διάφορα λόμπι πίεσαν για την νομοθετική μεταρρύθμιση και τη δημιουργία του Goria Law το 1992 που όριζε ακριβώς τις προϋποθέσεις για την παραγωγή των κρασιών DOCG, DOC αλλά και IGT που πλέον αποτελούσε τη νέα κατηγορία στην οποία εντάχθηκαν όλα τα Super Tuscans. Τελικώς, το ανήσυχο πνεύμα των ευγενών της περιοχής, και εν μέρει η ματαιοδοξία τους, για τη δημιουργία ενός κρασιού που θα κοίταζε στα μάτια τα αντίστοιχα πρωτοκλασάτα γαλλικά δημιούργησε τα υπέροχα τοσκανέζικα κρασιά…